Δευτέρα, 04 Ιούλιος 2011 08:00Άρθρα
Δημήτρης Τζουβάνος*
Τα κύρια επιχειρήματα των οικονομολόγων για τα διάφορα προτεινόμενα μίγματα οικονομικής πολιτικής, δεν αφορούν παρά τα αδιέξοδα των προτάσεων των συναδέλφων τους – ο καθείς στηρίζει το μίγμα του στο άτοπο των άλλων μιγμάτων. Πιστοποιούνται έτσι τα κοινά αδιέξοδα νεοφιλελευθερισμού και κεϋνσιανισμού, όσο και η νύχτα των ειδημόνων παπαγάλων.
Στην πραγματικότητα, το αναγκαίο μίγμα δεν αφορά οικονομικά μέτρα, αλλά το συνδυασμό τους με πολιτικές εξελίξεις, αναγκαίες πλέον για την επιτυχία οποιασδήποτε οικονομικής πολιτικής. Πρόκειται για την έμπρακτη κριτική της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας, την πολιτική δηλ. υπέρβαση του φιλελευθερισμού και στις δυο εναλλασσόμενες ή μιγνυόμενες εκδοχές του, τη νεοφιλελεύθερη και την κεϋνσιανή. Η κατεύθυνση βεβαίως δεν είναι ούτε ο αποτυχημένος κρατισμός της σταλιναριστεράς ούτε ο λαϊκιστικός παρασιτισμός της κεϋνσιαριστεράς, αλλά ένα δημοκρατικό σύστημα ευθύνης, συμμετοχής και δημιουργίας, ως εθνική και διεθνής εναλλακτική στην κεφαλαιοκρατία.
Κι ενώ η συστημική μετρολογία, ακριβώς αυτό θέλει να αποφύγει, για την κοινωνία η μετρολογία αυτή έχει νόημα ( δηλ. πρακτική σημασία ) μόνον ως στοιχείο της αναφερόμενης αναγκαίας μεταπολίτευσης. Στο πλαίσιο αυτό, καθόλου δεν αρκούν τα πατριδοκάπηλα του συστημικού νοικοκυριού, αλλ’ ούτε τα λαϊκιστικά και συσκοτιστικά του «προοδευτικού» διεκδικητικού παρασιτισμού. Απεναντίας η δημοκρατική μεταπολίτευση είναι η μόνη που μπορεί να δημιουργήσει δυνατότητες για άμεση χαλάρωση της κοινωνικής ασφυξίας, αλλά κυρίως να εξασφαλίσει ότι οι αναγκαίες κι αναπόφευκτες θυσίες δεν θα πάνε χαράμι, αλλά θα επενδυθούν στην κοινωνική προοπτική.
Στο άνω πολιτικό πλαίσιο, έχουν την ειδικότερη σημασία τους τα βασικά στοιχεία μιας ανατακτικής οικονομικής πολιτικής και η αποσαφήνιση των πιο συσκοτισμένων πλευρών της, όπου και θα αναφερθούμε επιγραμματικά :
1) Σε κάθε περίπτωση, οι επώδυνες προσαρμογές επανεκκίνησης και οι αντίστοιχες κοινωνικές θυσίες και προσπάθειες είναι αναπόφευκτες, ανεξάρτητα από ευθύνες – οι ευθύνες φυσικά υπάρχουν και υπαγορεύουν τη μη επανάληψη των ημαρτημένων και ιδίως την αναγκαία πολιτική αλλαγή. Τα ουσιαστικά ζητήματα στο σημείο αυτό δεν είναι τα γνωστά «δικαιωματικά» της αποφυγής των επωδύνων, αλλά : α) διασφάλιση των αναπότρεπτων θυσιών απ’ το συστημικό χαράμι. β) διασφάλιση ελάχιστων κι αλληλέγγυων βιοτικών όρων ιδίως στα πλέον χειμαζόμενα τμήματα της κοινωνίας, καθώς και ορισμένης απόσβεσης στη βιαιότητα της αναπόφευκτης προσαρμογής. γ) αποκατάσταση αισθήματος στοιχειώδους ασφάλειας και δικαιοσύνης στην κοινωνία, καθώς και πνεύματος αισιοδοξίας και δημιουργικής προσπάθειας. δ) ουσιαστκή διαφάνεια στην κρατική διαχείριση αλλά και στους εργασιακούς όρους κι αποδοχές των επί μέρους κοινωνικών τμημάτων, ώστε να ελέγχεται η εξαγορά και καθεστωτικοποίησή τους. ε) κατανόηση ότι η περαιτέρω οικονομική δικαιοσύνη δεν αφορά «διεκδικήσεις» του γνωστού τύπου, αλλά την ικανότητα της κοινωνίας και των θεσμών της ( των κομμάτων συμπεριλαμβανομένων ) να αντιμετωπίσουν εμπράκτως στο πολιτικό και παραγωγικό πεδίο τους συστημικούς-δομικούς επενδυτικούς εκβιασμούς και προκλήσεις.
2) Βασικό όρο κοινωνικής προοπτικής αποτελεί η απαλλαγή απ’ το Δημόσιο Χρέος και η αντίστοιχη πολιτική αποχρέωσης, πέραν μιας αδιέξοδης τοκογλυφίας αλλά και πέραν των αδιέξοδων στρουθοκαμηλισμών και βερμπαλισμών. Σε μια αδρή εικόνα εδώ, μπορούμε να δούμε το ΔΧ ( ~ 150% του ΑΕΠ ) να αντιμετωπίζεται σε 3 κατευθύνσεις, κατά το 1/3 ( ~ 130 δις, ενδεικτικά ) σε καθεμιά :
α) Απόσβεση του 1/3 σε βάρος Πιστωτών ( κούρεμα, φτηνή επαναγορά, ευρωομολογιακές παρεμβάσεις, επιτοκιακές και χρονικές απομειώσεις, διακρατήσεις κτλ. ), μαζί και των εγχωρίων ( ταμείων και τραπεζών, που ήδη κατέχουν τοξικά κρατικά χαρτιά ), με κατάλληλες κλιμακώσεις ενεργειών και κινήσεις απώθησης των κερδοσκόπων. Η πολιτική αυτή απαιτεί τη συνεργασία και στήριξη της ΕΕ, που όμως είναι δεδομένη εξ αρχής ( ως στρατηγικά αναγκαία στην ΕΕ, παρά τις «κερδοσκοπικές» κουταμάρες των δήθεν «αντικαπιταλιστικών» αναλύσεων ), πάντα υπό τον όρο μιας συνολικής ανατακτικής πολιτικής και μιας ανάλογης κοινωνικής πίεσης. Επίσης η απόσβεση αυτή επείγει, προκειμένου να «μπει πάτος στο βαρέλι» ( να μη χαραμίζονται δηλ. στο μεταξύ τα υψηλά τοκοχρεωλύσια ), πράγμα που με τη σειρά του καθιστά άκρως επείγοντα τα εγχώρια διαρθρωτικά μέτρα που εύλογα απαιτείται να προηγηθούν.
β) Μεσοπρόθεσμη εξόφληση του 1/3 ( πχ. 5 έτη Χ 25 δις / έτος ) με πόρους προερχόμενους από τη δημόσια περιουσία και τις δημόσιες απαιτήσεις, όπως ήδη επιχειρείται, πλήν με δικαιότερο, αποτελεσματικότερο, αλλά και μη εκχωρητικό τρόπο. Ειδικότερες πηγές εδώ είναι τα εξοικονομούμενα τοκοχρεωλυσία ( ως άνω σημείο [α] ), η αναδρομική φορολόγηση του πλούτου ( όπως των 600 δις που έφυγαν στο εξωτερικό ή του πολιτικού προσωπικού δεκαετιών ), η γενναία φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων, οι γερμανικές οφειλές, η συνδρομή της εκκλησίας, η ενοικίαση δημόσιων υποδομών, οι (επιλεγμένες) ιδιωτικοποιήσεις, η εκποίηση ορισμένων κτιρίων κι εγκαταστάσεων, η νομιμοποίηση αυθαιρέτων, διάφορες μορφές διακρατικών αντιπαροχών ( πχ. τουριστικά κλήριγκ ) κτλ.
γ) Παραμονή ενός υπόλοιπου ΔΧ ~ 50% του ΑΕΠ, ως διαχειρίσιμου χρέους που δεν ταυτίζεται με εθνική οικονομική αιμορραγία.
3) Βασικός όρος για την απαλλαγή απ’ το Χρέος, αλλά και για τη γενικότερη ανάταξη, είναι ο άμεσος και δύσκολος μηδενισμός του πρωτογενούς Δ.Ελλείματος, σε συνθήκες μάλιστα συρρίκνωσης της οικονομίας και αντίστοιχης πίεσης στα δημόσια έσοδα. Μια μεγάλη κι αποτελεσματική εκστρατεία κατά της φοροδιαφυγής ( κι εισφοροδιαφυγής ) είναι εδώ αναγκαία, με στόχο κυρίως τα μεσαία και μεγάλα εισοδήματα ( ειδικότερα η πίεση στη μεσαία τάξη και κυρίως στις παρασιτικές πλευρές και λειτουργίες της, έχει επιπρόσθετα κρίσιμη στρατηγική σημασία ). Παρ’ όλα αυτά παραμένει το επείγον του δραστικού και στρατηγικού περιορισμού των Δ. Δαπανών, σε 4 βασικές κατευθύνσεις :
α) αποφασιστικός περιορισμός του κράτους και του υπαλληλικού προσωπικού του, στα 2/3 του σημερινού.
β) περικοπές σπατάλης προμηθειών κι εν γένει λειτουργικού κόστους του δημοσίου.
γ) ειδικότερα περικοπές παντοειδών υπεραμοιβών, ιδίως των υψηλόβαθμων κλιμακίων του δημόσιου τομέα.
δ) δραστική περικοπή δαπανών του πολιτικού συστήματος σε μικρό μόνο ποσοστό των σημερινών.
Η αποφασιστική αυτή τομή απο-παρασιτισμού, δεν πρέπει να ταυτισθεί με το ξεθεμέλιωμα των βασικών κρατικών-κοινωνικών υπηρεσιών, που ωστόσο οφείλουμε όλοι να τις δούμε πιο κοντά στην κοινωνική τους ουσία και οικονομία, και μακρυά απ’ τη σπάταλη κι εξαγοραστική αθλιότητα των μεταπολιτευτικών «προοδευτικών» δεκαετιών. Αυτό βεβαίως καμμιά σχέση δεν έχει με τα μισθολογικά-εργασιακά προνόμια της ΔΥ-ΔΕΚΟ τάξης, που σε καμμιά περίπτωση δεν έχουν ούτε νομιμοποίηση ούτε προοπτική. Ας σημειωθεί εδώ ενδεικτικά, ότι το υπεράριθμο 1/3 των ΔΥ και η διαφορά των αποδοχών τους απ’ τον ιδιωτικό τομέα, τις τελευταίες δεκαετίες, ήδη ισοδυναμούν με το Δ.Χρέος, άσχετα απ’ το ότι εδώ πρόκειται για ένα παρασιτισμό κυρίως μη πολυτελή, καθώς κι απ’ το ότι άλλες μαύρες τρύπες του παρασιτισμού ( πχ. ο εργολαβικός ) κατεβρόχθισαν περισσότερα.
4) Εκτός απ’ τα άνω επείγοντα, το κλειδί της διεξόδου είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Δεν αφορά την «ανάπτυξη» που αντιπαραθέτουν στα δύσκολα μέτρα οι απολογητές του παρασιτισμού. Γιατί εδώ πρόκειται για μια ανάπτυξη, κατά βάση ενδογενή, εσωστρεφή και ισόρροπη, τη μόνη που έχει προοπτική και πού ταυτόχρονα αφορά την ποιότητα ζωής και το μέλλον της κοινωνίας. Βασικός κανόνας μιας τέτοιας ανάπτυξης είναι η παραγωγή και η κατανάλωση να συμβαδίσουν μεταξύ τους όσο και με τις ουσιαστικές βιοτικές αξίες, αφήνοντας πίσω τα κεϋνσιανά παραμύθια, τα νταραβέρια του Τίποτα, καθώς και την ελίτ ( πολιτική και τεχνικοεπιστημονική ) που τα μοσχοπουλά. Οι όροι της ανασυγκρότησης αυτής δεν είναι εύκολοι ούτε ανώδυνοι, απαιτώντας κατάλληλη κρατική υποστήριξη και λειτουργία την οποία και θα πρέπει η κοινωνία να διεκδικήσει και κατακτήσει, ξεπερνώντας τις γνωστές διεκδικήσεις «παροχών». Συνοπτικά, η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας απαιτεί :
α) Αναπροσανατολισμό κι αναδιάρθρωση της δραστηριότητας κι απασχόλησης σε μεγάλη κλίμακα. Ενδεικτικά, το 50% των υπηρεσιών αλλά και του εμπορίου, οφείλουν να μεταστραφούν σε παραγωγικές δραστηριότητες που ανταποκρίνονται στις βιοτικές ανάγκες της κοινωνίας. Δεν είναι κάτι εύκολο, ούτε στο χέρι του γνωστού κι αχρείου πολιτικού προσωπικού, όμως θα μπορούσε να γίνει μέσα σε μια 5ετία, με την κατάλληλη πολιτική και υποστήριξη.
β) Μείωση του εργασιακού κόστους ως τα επίπεδα διεθνούς ανταγωνιστικότητας της παραγωγής. Την αναπόφευκτη πίεση εδώ των ασιατικών και βαλκανικών μεροκάματων, μπορούν να εξισορροπήσουν όχι τα «δικαιώματα» μιας πλασματικής ευζωϊας (καθότι κούρευε το αυγό) αλλά 4 ειδικά στοιχεία πολιτικής. β1) η κρίσιμη μη χρηματική κρατική αντιστήριξη της ανταγωνιστικότητας. β2) το ειδικότερο χαρμάνι ποιότητας-τιμής που συνδέεται με τις εγχώριες ανάγκες και πού μπορεί να ανταγωνισθεί διμέτωπα κι αποτελεσματικά την ευρωπαϊκή ακρίβεια και την ασιατική ποιότητα. β3) η συστηματική στήριξη της ελληνικής παραγωγής απ’ την ελληνική κατανάλωση, με όρους αγοράς. β4) στοιχεία ποιότητας ζωής και κοινωνικού μισθού χαμηλού κόστους και υψηλής χρηστικής αξίας, που διαθέτει σε αφθονία η χώρα προς αξιοποίηση.
γ) Στενή συνεργασία του κρατικού σχεδιασμού με την ιδιωτική πρωτοβουλία, στους τομεακούς και διαρθρωτικούς προσανατολισμούς. Αντικατάσταση του δόγματος της «εξωστρέφειας» και της μονομέρειας των «συγκριτικών πλεονεκτημάτων» μ’ αυτό της ενδογενούς ανάπτυξης και της υψηλής βιοτικής αυτάρκειας, που μεταξύ άλλων σημαίνει στροφή στην υποκατάσταση εισαγωγών καθώς και στροφή στη μαζική παραγωγή ποιότητας.
δ) Ειδικότερη διαρθρωτική πολιτική επενδύσεων κι εργασίας στο άνω πλαίσιο. Αντικατάσταση της τουριστικής-κατασκευαστικής-καταπατητικής πανάκειας με αντίστοιχες βιώσιμες πολιτικές μετρήσιμου κοινωνικού αποτελέσματος ( πχ. προσοδοφόρος εξωτερικός τουρισμός και προσιτός εγχώριος, φτηνή ποιοτική κατοικία κι ανασύσταση του αστικού χώρου κτλ ). Επιστροφή στη Γεωργία της παραγωγής και της αγροδιατροφικής επάρκειας, καθώς και στην επ’ αυτής ανάπτυξη του αγροτικού χώρου. Ουσιαστική αυτοχρηματοδότηση των έργων υποδομής και στροφή μέρους της κατασκευαστικής δραστηριότητας σε αναγκαία υδροδιαχειριστικά έργα μεγάλης κλίμακας. Εντατική οικοδόμηση αποκεντρωμένης Βιοτεχνίας, Ελαφράς βιομηχανίας, Περιβαλλοντικής βιομηχανίας, τομέα Υψηλής Τεχνολογίας, καθώς και στήριξη τομέων βαρειάς Βιομηχανίας κατά περίπτωση, όπως η Ναυτιλία, η Ναυπηγική και η Ενέργεια.
ε) Χρηματοδοτική στήριξη της παραγωγικής επιχειρηματικότητας ( επιχορηγητική, εγγυητική-πιστωτική και φορολογική ), φθηνή κι αξιόπιστη συμβουλευτική στήριξη της μικρομεσαίας παραγωγικής επιχειρηματικότητας, ταχύρρυθμη κι αποτελεσματική εκπαιδευτική στήριξη του παραγωγικού δυναμικού, παραμερισμό της γραφειοκρατίας-μιζοκρατίας (όχι όμως διευκόλυνση των fast track περιβαλλοντικών κι αρχαιολογικών βιασμών), αποθάρρυνση των εγγείων και κτηματικών προσόδων, αποθάρρυνση των παράπλευρων παρασιτικών προσόδων ( υπέρ συντεχνιών κτλ. ), συστηματική ενημέρωση κι εκπαίδευση καταναλωτή κτλ.
στ) Ειδικές πολιτικές εργασίας όπως συγκράτηση-αξιοποίηση του επιστημονικού και του ειδικευμένου δυναμικού, στήριξη της παραγωγικής αυτοαπασχόλησης, στήριξη της μητρικής ημι-απασχόλησης, εξισορρόπηση της αναγκαίας εντατικοποίησης-ελαστικοποίησης με κατάλληλες βιοτικές αντιπαροχές, παρέμβαση στην πολυθεσία, εξασφάλιση ελεύθερου χρόνου και σχόλης, δραστική αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, εργασιακή και βιοτική ασφάλεια κτλ.
ζ) Μέτρα ελέγχου του υπερεπαγγελματισμού και του σχετικού πληθωριστικού κόστους παράλληλα με το «άνοιγμα» των επαγγελμάτων καθώς και μέτρα εμμέσου ελέγχου τιμών ( αντικαρτέλ θεσμίσεις, μέτρα κατά λαθρεμπορίου-νοθεμπορίου, δημοσιοποιήσεις τιμών, ειδική φορολογία επί αποδόσεων κεφαλαίου κτλ ).
η) Αναζήτηση επενδυτικών ( συμμετοχικών και δανειακών ) κεφαλαίων σε ΕΕ και BRIC, σε τομείς συμβατούς με την επιδιωκόμενη ανάπτυξη και με όρους ουσιαστικής συμπαραγωγής. Ας σημειωθεί εδώ ότι σχετικό ενδιαφέρον από πλευράς πχ. Ρωσίας και Κίνας, έχει ήδη εκδηλωθεί.
Φυσικά, όλα αυτά προϋποθέτουν ένα κράτος στρατηγείο υπό τον έλεγχο της κοινωνίας. Προϋποθέτουν δηλ. ένα μεγάλο δημοκρατικό – πολιτικό άλμα, ένα άλμα άμεσα αναγκαίο κι εφικτό στη χώρα μας, ένα άλμα βαθειάς δημοκρατίας, συνδυασμένο με τον ευρωπαϊκό δρόμο και τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που κυοφορεί η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και η εποχή μας.
20-6-11
* Ο Δημήτρης Τζουβάνος υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Διαγράφηκε το 1980. Στη συνέχεια συμμετείχε στην έκδοση του πολιτικού περιοδικού «Φυλλάδιο». Την περίοδο 1997-2000 επανήλθε στην ενεργό πολιτική ως Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Γεωργίας, ενώ ποτέ δεν έπαψε να παρεμβαίνει με τις πολιτικές του αναλύσεις. Επίκαιρα άρθρα του υπάρχουν στην ιστοσελίδα Φυλλομάντης. Το 2010 εκδόθηκε το βιβλίο του "Κρίση και Από-κριση", εκδ. Φυλλομάντης (βλ. και βιβλιοκριτική από τον Βασίλη Ξυδιά). Κατάγεται από τις Σελλάδες της Άρτας. Ζει στην Αθήνα όπου εργάζεται ως γεωπόνος και μελετητής τοπικών αναπτυξιακών προγραμμάτων.
Βλ. του ιδίου, "Εθνική Κυβέρνηση και Βαθειά Δημοκρατία"
Πρώτη Δημοσίευση: Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου