Αναρίθμητες φορές έχουμε τονίσει πως, αν θέλουμε να ορίσουμε ένα όραμα και μια στρατηγική για τη σημερινή Ελλάδα, θα πρέπει κυριολεκτικώς να τετραγωνίσουμε τον κύκλο, δοκιμάζοντας να απαντήσουμε στις πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετωπίζει μία χώρα και ένας λαός που βρίσκεται στη δυσκολότερη στιγμή της ιστορίας του. Γεωπολιτικές προκλήσεις, εθνικά προβλήματα, οικονομική κρίση, αθρόα μετανάστευση, δημογραφική καθίζηση, πολιτισμική και πνευματική παρακμή, αλλοίωση της ίδιας της ιδιοπροσωπίας μας.
Οι γεωπολιτικές προκλήσεις είναι προφανείς και τεράστιες. Η Δύση, στην οποία είχαμε προσδεθεί ως μια παρασιτική της απόφυση, υποχωρεί σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ανατολή, σε όλες τις μορφές της, ενισχύεται. Από την Κίνα έως το Ισλάμ. Και αυτή η υποχώρηση της Δύσης προσλαμβάνει γεωπολιτικές και εδαφικές διαστάσεις. Η Δύση, με επί κεφαλής τους Γερμανούς και τους Αμερικανούς, αποσυνέθεσε τα Βαλκάνια, μεταβάλλοντάς τα σε ανίσχυρα προτεκτοράτα, για να τα παραδώσει –εν μέρει τουλάχιστον– στον τουρκικό νεο-οθωμανισμό. Και σήμερα ετοιμάζεται να ολοκληρώσει το έργο της, μέσα από την αποσύνθεση της Ελλάδας, με αφορμή την οικονομική κρίση. Ο αναβρασμός που επικρατεί στον αραβικό κόσμο, ως απάντηση στην πρόσκληση της Δύσης με τις εισβολές στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, και τον ρόλο του Ισραήλ, κινδυνεύει να προκαλέσει τεράστια παλιρροϊκά κύματα μεταναστών, που θα κατακλύσουν, πρώτη από όλους, την Ελλάδα. Το Ισραήλ, καταδικασμένο μεσοπρόθεσμα σε εξαφάνιση εάν συνεχίσει την ίδια πορεία, δεν θα μπορεί πλέον να αποτελεί προκεχωρημένο φυλάκιο αλλά θα μεταβάλλεται σε παγίδα. Έχει αρχίσει η μεγάλη αμπώτιδα της Δύσης στον ισλαμικό και αραβικό κόσμο.
Αυτές οι γεωπολιτικές ανατροπές έχουν ήδη αρχίσει να επηρεάζουν τον ελληνισμό. Στην Κύπρο, ήδη, μέσω του εποικισμού της κατεχόμενης Κύπρου, το συνολικό πληθυσμιακό ισοζύγιο καθίσταται όλο και πιο δυσμενές για τους Έλληνες στην Ελλάδα και Κύπρο, το μεταναστευτικό κύμα των μουσουλμανικών πληθυσμών, στον βαθμό που θα «συναντηθεί» με τους μειονοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, θα καταστεί τα επόμενα χρόνια ίσως το ισχυρότερο όπλο της νεο-οθωμανικής στρατηγικής.
Η Ελλάδα αποτελεί το σύνορο των δύο κόσμων, της Δύσης και του Ισλάμ. Όσο τα σύνορα παρέμεναν σταθερά, όπως συνέβαινε για πενήντα χρόνια, από το 1922 έως το 1974, οι γεωπολιτικές προκλήσεις είχαν διαφορετική κατεύθυνση, από τον Βορρά προς τον Νότο. Είτε αφορούσαν τη μάχη για την κατάκτηση της Ευρώπης και της Ελλάδας, από την πλευρά του 3ου Ράιχ και των Ιταλο-βουλγάρων συμμάχων τους, είτε εντάχθηκαν στην ιδεολογική σύγκρουση δυτικού καπιταλισμού και «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», από το τέλος του πολέμου έως το 1974.
Ο άξονας της αντιπαράθεσης μετατοπίζεται
Σήμερα, η κύρια αντίθεση μετατοπίζεται στον μεγάλο άξονα Ανατολή-Δύση, παρόλο που εξακολουθεί να λειτουργεί και η σύγκρουση στον άξονα Βορρά-Νότου, με τα Σκόπια, π.χ, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Και πάντα έτσι συνέβαινε. Ο μεγάλος άξονας της αντιπαράθεσης ήταν ο άξονας Ανατολή-Δύση, Πέρσες και Ρωμαίοι, Άραβες και Σταυροφόροι, Τούρκοι και δυτική αποικιοκρατία. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, και ιδιαίτερα μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001, αυτός ο άξονας καθίσταται και πάλι ο αποφασιστικός
Κατά την πρώιμη μεταπολίτευση, η Αριστερά, αλλά και ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ, υποτιμούσαν συστηματικά την αντίθεση με τον τουρκικό επεκτατισμό και πρόβαλλαν ως αποκλειστική σχεδόν αντίθεση της Ελλάδας την αντίθεση με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που το ΚΚΕ, ακόμα και σήμερα, εξακολουθεί να αναφέρεται στον τουρκικό επεκτατισμό, ως παρακολούθημα και παράγωγο της αμερικανικής στρατηγικής έτσι, υπεύθυνοι για τις παραβιάσεις στο Αιγαίο δεν είναι οι… Τούρκοι, αλλά κατ’ εξοχήν το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί! Κάτι ανάλογο σε εξοργιστικό μάλιστα βαθμό κάνει ο Μίκης Θεοδωράκης στα κείμενα που προσπαθεί να επιβάλει στη Σπίθα, όπου επί πλέον προτείνει τον πλήρη αφοπλισμό της Ελλάδας μέσα από μια ουτοπική και εξωπραγματική «ουδετερότητα».
Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν μεταβληθεί άρδην. Η Τουρκία δεν είναι ένας απλός πελάτης των ΗΠΑ, αλλά τείνει να μεταβληθεί σε αυτόνομο περιφερειακό πόλο ισχύος και δυνητικό ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου. Το ισλάμ μεταβάλλεται και πάλι σε μια ενοποιητική πολιτικοκοινωνική και θρησκευτική ιδεολογία. Από τον Χομεϊνί και τον Μπιν Λάντεν, στον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου, το γεωπολιτικό κέντρο βάρους του πολιτικού Ισλάμ τείνει, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, να μετατεθεί προς την Τουρκία.
Η τελευταία, στη νεο-οθωμανική στρατηγική της, χρησιμοποιεί, παράλληλα με τον κεμαλισμό, και το όπλο του Ισλάμ. Έτσι όμως αλλάζουν δραματικά τα γεωπολιτικά δεδομένα για την Ελλάδα. Στο παρελθόν, οι Ιρανοί και οι Άραβες βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία – χωροφύλακα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην περιοχή ενώ η Συρία και το Ιράκ ήταν ορκισμένοι εχθροί της. Από τη στιγμή όμως που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, έμειναν χωρίς κάποια μεγάλη δύναμη που να τους προστατεύει, ενώ η στροφή της Τουρκίας, τους υποχρεώνει να στραφούν προς αυτή. Και το ίδιο σε ένα βαθμό συνέβη με το Ιράν. Επί πλέον, το επεισόδιο του στολίσκου της Γάζας οδήγησε σε επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ και σε σύσφιγξη των σχέσεων με τους Παλαιστινίους.
Εάν σε αυτά προστεθεί η ανεξέλεγκτη μετανάστευση μουσουλμάνων ασιατικής και αφρικανικής καταγωγής στην Ελλάδα, το τοπίο τείνει να μεταβληθεί δραματικά. Δηλαδή, τη στιγμή που οι σχέσεις μας με τη Δυτική Ευρώπη βρίσκονται στο ναδίρ, κινδυνεύουν να επιδεινωθούν και οι σχέσεις μας με το Ισλάμ, στον βαθμό που αυτό μεταβάλλεται –έστω εν μέρει– σε όπλο στα χέρια της Τουρκίας.
Ένα ιστορικό προηγούμενο
Η κατάσταση, από πολλές απόψεις, θυμίζει την περίοδο 1204-1453 από κάποιες πλευρές, επί τα χείρω –διότι, σήμερα, οι συνολικές δυνάμεις μας είναι πολύ μικρότερες– και από κάποιες άλλες επί τα βελτίω, διότι οι αντίπαλοί μας δεν είναι τόσο ισχυροί.
Στην περίοδο πριν το 1453, και για την ακρίβεια στα χρόνια 1330-1453, στο ελληνικό Βυζάντιο, διεξήχθη μια έντονη ιδεολογική διαμάχη για την κατεύθυνση που όφειλε να πάρει ο ελληνισμός ώστε να διασωθεί. Ο πολεμιστής, αυτοκράτορας και μοναχός, Ιωάννης Καντακουζηνός εκπροσωπεί μια μεταιχμιακή μορφή αυτής της σύγκρουσης. Για πάνω από τριάντα χρόνια, πολέμησε ενάντια στους Φράγκους, τους Βούλγαρους, τους Σέρβους και εν τέλει τους Τούρκους. Όταν, το 1354, αυτοί πέρασαν την Καλλίπολη και βρέθηκαν στην Ευρώπη, πείστηκε εν τέλει πως δεν υπάρχει σωτηρία για την κρατική υπόσταση του ελληνισμού και έγινε μοναχός, προσχωρώντας στον ησυχασμό. Ακολουθώντας τον Γρηγόριο Παλαμά και τον Ιωάννη Καβάσιλα, επέλεξε την κατάδυση στον σκληρό πυρήνα της ορθόδοξης ταυτότητας, έτσι ώστε ο ελληνισμός, ως ορθοδοξία, ν’ αντέξει τις μαύρες μέρες της μακραίωνης Κατοχής που επρόκειτο να ακολουθήσει. Άλλοι, ανάμεσά τους οι περισσότεροι αυτοκράτορες της τελευταίας περιόδου, ακόμα και ο Κωνσταντίνος, προσέφυγαν στις δυτικές δυνάμεις, ασπαζόμενοι ακόμα και τον καθολικισμό, για να επιτύχουν την επέμβασή τους εναντίον των Τούρκων, και απατήθηκαν οικτρά, διότι οι Δυτικοί, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, μισούσαν και φοβόντουσαν περισσότερο τους Έλληνες παρά τους Τούρκους. Να τι γράφει ο πολύς Μοντεσκιέ, γύρω στα 1720:
Έτσι, τα σχέδια κατά του Τούρκου, όπως αυτά που μπήκαν σε εφαρμογή από τον Πάπα Λέοντα Χ΄, σύμφωνα με τα οποία ο Αυτοκράτορας θα εξεστράτευε μέσω της Βοσνίας στην Κωνσταντινούπολη, ο βασιλιάς της Γαλλίας, μέσω της Αλβανίας και της Ελλάδας, και άλλοι ηγεμόνες θα ξεκινούσαν από τα λιμάνια τους, αυτά τα σχέδια, το επαναλαμβάνω, δεν ήταν σοβαρά, ή έγιναν από ανθρώπους που δεν έβλεπαν το συμφέρον της Ευρώπης[1].
Τέλος, ένα τρίτο «κόμμα», το μικρότερο, εκείνο του Πλήθωνα-Γεμιστού, προσπάθησε να χαράξει έναν τρίτο αυτόνομο δρόμο την πολιτειακή Αναγέννηση του ελληνισμού μέσω μιας ριζικής κοινωνικής και ιδεολογικής μεταρρύθμισης, έτσι ώστε οι Έλληνες να αποφύγουν και τη δυτική τιάρα και το τουρκικό σαρίκι. Γι’ αυτό πρότεινε την επιστροφή της γης στους καλλιεργητές της, τη δημιουργία ενός νέου στρατεύματος και την εγκατάλειψη της φθαρμένης εκκλησίας και την επιστροφή στην αρχαία θρησκεία. Ενώ η πρόταση του, για στήριξη του ελληνισμού στις δικές του δυνάμεις, ήταν θεωρητικά ορθή, δεν διέθετε τις κοινωνικές βάσεις για να γίνει πράξη. Οι δεσπότες του Μορέως και οι αυτοκράτορες, στους οποίους υπέβαλε τα σχέδιά του, τον αγνόησαν, ενώ η εγκατάλειψη της ορθοδοξίας τον αποξένωσε από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Έτσι, ο δρόμος των ησυχαστών, της πνευματικής επιβίωσης, απεδείχθη εν τέλει ρεαλιστικός, παράλληλα με τον δρόμο της Αντίστασης που συμβολίζει ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Υπάρχει διέξοδος;
Σήμερα, οι αναλογίες είναι οφθαλμοφανείς, μια και πάλι βρισκόμαστε σε μια φάση επανεπιβεβαίωσης του Ισλάμ. Αλλά και οι διαφορές είναι σημαντικές. Οι οπαδοί της με κάθε τρόπο υποταγής στη Δύση μάς οδήγησαν και στη χρεοκοπία και ταυτόχρονα στην υποταγή στην Τουρκία. Πρόκειται για το ίδιο «κόμμα» –σε αντίθεση με τον βαθύ διχασμό της βυζαντινής περιόδου– το οποίο, έτσι, απονομιμοποιεί ταυτόχρονα και τις δύο αυτές επιλογές στα μάτια του ελληνικού λαού, που απεχθάνεται εξ ίσου τη Μέρκελ και τον Ερντογάν. Η άκριτη υπαγωγή στη Δύση σήμανε εν τέλει και την υποταγή στην Τουρκία.
Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι επιθυμούν να επαναλάβουν δήθεν την επιλογή του «ησυχασμού», μέσα από τη διαστροφή της νεο-ορθοδοξίας και μέσα από μια δήθεν ορθόδοξη οικουμενικότητα, δεν προτείνουν τίποτε περισσότερο από την επιλογή της υποταγής μας στον νεο-οθωμανισμό, με το έωλο, σήμερα, επιχείρημα πως, μια και χάνουμε τον ελληνισμό, ας επιβιώσει η ορθοδοξία ξεχνούν, όμως, πως, σε μια εποχή εκκοσμίκευσης, η ορθοδοξία, χωρίς στήριγμα σε κάποια κρατική υπόσταση, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική ανεξαρτησία, όπως έκανε μετά το 1453. Γι’ αυτό, αναπόφευκτα, μια νεο-ορθοδοξία που μισεί το ελληνικό κράτος όχι μόνο θα καταλήξει υποχρεωτικά στην αγκαλιά του νεο-οθωμανισμού αλλά και θα συμβάλει και στην υποχώρηση της ορθόδοξης ταυτότητας. Η ορθοδοξία, ως πνευματικότητα και παράδοση, μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, συνδεδεμένη σφικτά με τα απειλούμενα ελληνικά κράτη, την Ελλάδα και την Κύπρο.
Κατά συνέπεια, δεν μας μένει παρά η επιλογή του Πλήθωνα, η οποία δεν είναι τόσο ανέφικτη και εξωπραγματική όπως στο δύον Βυζάντιο. Έχουμε ακόμα τη δυνατότητα να αποπειραθούμε μια καθολική μεταρρύθμιση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής. Ίσως όχι για πολύ ακόμα, πάντως αξίζει να προσπαθήσουμε. Και η ιδεολογική μας αναφορά δεν χρειάζεται να ταξιδέψει σε ανέφικτες κατευθύνσεις, όπως είχε κάνει ο Πλήθωνας. Όπως λέει και ο ποιητής, στο πνευματικό μας οπλοστάσιο, διαθέτουμε και τις αρχαιότητες και την ορθοδοξία και τις κοινότητες των Ελλήνων. Αρκεί να καταπολεμήσουμε τον κυρίαρχο εθνομηδενισμό.
Βεβαίως, μπορούμε και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις διεθνείς αντιθέσεις και συγκυρίες, δηλαδή τη διάρρηξη της συμμαχίας Ισραήλ-Τουρκίας, ή την ανάδειξη του κουρδικού ως του μεγάλου εσωτερικού ζητήματος της Τουρκίας, ή, τέλος, την αρχόμενη μετατόπιση της Τουρκίας στον άξονα του Ισλάμ, που δημιουργεί περιπλοκές στη σχέση της με τη Δύση. Όμως όλα αυτά δεν πρόκειται να μας σώσουν, ούτε είναι σωστό μια χώρα των συνόρων να ταχθεί αυτοκτονικά με το ένα από τα δύο στρατόπεδα, όσο δεν απειλούνται τα ζωτικά της συμφέροντα. Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί μια γέφυρα πολιτισμών, και να επιχειρεί μία ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης Δύσης-Ισλάμ, με μία προϋπόθεση όμως, ότι το Ισλάμ δεν θα ενισχύεται στο ίδιο το εσωτερικό μας. Μόνο έτσι θα μπορούμε να παίζουμε έναν ρόλο γέφυρας, διαφορετικά μεταβαλλόμαστε σε μέρος του παιγνιδιού. Μια επίλυση αυτής της σύγκρουσης και, επομένως, η υποχρέωση του Ισραήλ σε μια συνδιαλλαγή με τους Παλαιστινίους και τους Άραβες, είναι προς το συμφέρον μας, διότι παύει να τροφοδοτεί τον πόλεμο των πολιτισμών και δεν επιτρέπει στην Τουρκία, που υπήρξε ο ολετήρας των Αράβων, να εμφανίζεται ως ο προστάτης τους και, επομένως, θα οδηγήσει και σε αποτυχία την προσπάθειά της να εμφανιστεί ως το «ξίφος του Ισλάμ».
Όλα αυτά όμως έχουν μία προϋπόθεση, ότι ενισχύεται το εσωτερικό μέτωπο, ότι, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, κοιτάζουμε μέσα στη χώρα μας και μέσα μας –στην ιστορία μας και την πνευματική μας παράδοση– για λύσεις. Όλα αυτά έχουν ως προϋπόθεση μιαν αυτόκεντρη πορεία, ότι η Ελλάδα και η Κύπρος μεταβάλλονται σε ακρόπολη του ελληνισμού, ότι παύουμε πλέον να αρδεύουμε ξένους τόπους, ξένες ιδέες, ξένες βιομηχανίες, ξένες ιδεολογίες. Ενσωματώνουμε δημιουργικά το ξένο και το κάνουμε δικό μας.
\
Απέναντι στον οικονομικό και πνευματικό εκπασοκισμό
Όπως τονίζουμε εδώ και δεκαετίες, η χειρότερη κληρονομιά που μας άφησε το ΠΑΣΟΚ είναι η αποβαρβάρωση και η υποβάθμιση του πνευματικού επιπέδου και της σκέψης του ελληνικού λαού· αυτό που προσφυώς έχει χαρακτηριστεί ως η πασοκοποίηση των Ελλήνων. Αυτή η βαθιά διαστροφή στηρίζεται στο διπλό σύστημα σκέψης και πράξης –που ούτως ή άλλως ενδημούσε στη χώρα μας εξαιτίας των περιπετειών που έχει περάσει επί αιώνες ο λαός μας– το οποίο εγκαθίδρυσε και επέβαλε ως κυρίαρχο για τη μεταπολιτευτική περίοδο το ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή, άλλα διακηρύσσουμε και τα αντίθετα πράττουμε,: «Όχι στην ΕΟΚ των μονοπωλίων», «Έξω οι βάσεις του θανάτου». Κολωνακιώτες και φοιτητές του Πολυτεχνείου μπορούσαν να ισχυρίζονται πως «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», ενώ πανεπιστημιακοί της Αριστεράς υπεράσπιζαν αταλάντευτα τις «αθάνατες ιδέες του μαρξισμού», ενισχυόμενοι από δεκάδες προγράμματα και ιδρύματα τραπεζών. Άκαπνοι συνδικαλιστές, αναλωθέντες σε δεκαετίες ουζοποσίας και «αγώνων», καταλαμβάνουν υπουργικούς θώκους, «επαναστάτες» δημοσιογράφοι εισπράττουν πολλαπλά αντιμίσθια από πληθώρα αφεντικών, «αντιεξουσιαστές» απολαμβάνουν αργομισθίες σε κρατικά ιδρύματα και υπάλληλοι πολυεθνικών τραπεζών ευαγγελίζονται νέα αντάρτικα!
Και όλα αυτά σε μια εποχή που οι Έλληνες, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία τους, έζησαν σε ομαλές πολιτικές συνθήκες και υπό καθεστώς σχετικής συλλογικής ευημερίας, και δεν υπήρχε καμία δικαιολογία γι’ αυτόν το γενικευμένο και αχαλίνωτο μεταμορφισμό. Διάγουμε υπό ένα καθεστώς συλλογικής απάτης/αυταπάτης χωρίς προηγούμενο, που μόνο ίσως κωμωδοί όπως ο Χάρυ Κλυν με τη γνωστή ατάκα του, «το κρασί παλιό, το τυρί μουχλιασμένο, το χαβιάρι μαύρο, ο αστακός ψόφιος», μπορούν να αποδώσουν. Μέσα σε αυτό το γενικευμένο κομφούζιο και την ελαστικοποίηση συνειδήσεων και ταυτοτήτων, οι Έλληνες κινδυνεύουν να χάσουν την ίδια τους την κρίση και την ευθυκρισία.
Εντούτοις, σήμερα, όλοι συμφωνούν, φραστικά, πως: Η «μεταπολίτευση πρέπει να λάβει τέλος». Στην πραγματικότητα όμως ελάχιστοι από εκείνους που έχουν πρόσβαση στον δημόσιο λόγο, το εννοούν πραγματικά. Αντίθετα μάλλον εννοούν ότι ο κρυφός τους πόθος είναι το πώς θα διαιωνιστεί!
Και αυτό διαφαίνεται στην πλειοψηφία των τοποθετήσεων, αναφορικά με την οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα. Ξεκινώντας από μια ορθή παραδοχή πως η κυβέρνηση Παπανδρέου παρέσυρε την Ελλάδα σε μια «αναίτια» επιτάχυνση και επιδείνωση της κρίσης, στη συνέχεια, οδηγούνται σε μια ουσιαστική άρνηση του δομικού χαρακτήρα της και προκρίνουν μια συνωμοσιολογικού χαρακτήρα ερμηνεία της. Η κρίση αποτελεί συνέπεια της βούλησης ορισμένων κύκλων – είτε κάποιων χωρών, είτε του «παγκόσμιου κεφαλαίου»– να πλήξουν καίρια την Ελλάδα και επομένως κάποιες κινήσεις απόρριψης των σχεδιασμών των πιστωτών μας θα μπορούσαν να οδηγήσουν είτε σε άρση των συνεπειών της είτε –ακόμα περισσότερο– σε μια άμεση επαναστατική μετεξέλιξη.
Όλοι θυμόμαστε πως, στην αρχική φάση της κρίσης, τόσο το ΚΚΕ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ μιλούσαν για «κατασκευασμένη κρίση».
Προφανώς ο ΓΑΠ, σε συνεργασία με το ΔΝΤ και τον Στρως-Καν, προσπάθησε να επιβάλει κάποια μέτρα λιτότητας και ελαστικοποίησης της εργασίας που πίστευε ότι δεν θα μπορούσε να επιβάλει μέσα από την κανονική διαδικασία διακυβέρνησης. Χρειαζόταν μια πολιτική-σοκ. Ωστόσο, από αυτό το σημείο έως την άρνηση της κρίσης χρέους, παραγωγικότητας και παραγωγής της ελληνικής οικονομίας, υπάρχει μία τεράστια απόσταση. Αλλά είναι πιο εύκολο να πιστέψουμε πως θα αρκούσε μια αλλαγή διακυβέρνησης και ένα άλλο «μείγμα πολιτικής» για να ξεφύγουμε από αυτήν!
Αυτό βέβαια δεν αναιρεί τον πρακτορικό ρόλο και λειτουργία του ΓΑΠ. Ούτε το ότι προφανώς κάποιοι κερδίζουν από την κρίση και τις κατευθυνόμενες πληροφορίες, που τους βοηθούν να κερδίσουν αμύθητα ποσά μέσα από χρηματιστηριακές κομπίνες. Ωστόσο αυτά δεν αρκούν για να ερμηνεύσουν την υποβάθμιση της πιστοληπτικής δυνατότητας των ΗΠΑ, – πίσω της κρύβεται μια υπερχρεωμένη οικονομία και η κρίση ενός μοντέλου που από το 1980 εφαρμόζεται σε όλη τη Δύση, εκείνου της «ανάπτυξης» μέσω του χρηματοοικονομικού τομέα και της υποβάθμισης του παραγωγικού. Οι ΗΠΑ από το 1980 έως σήμερα εμφανίζουν αρνητικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Τριάντα χρόνια μετά, και αφού η παραγωγή έχει μεταφερθεί στην Κίνα –που το 2010 ξεπέρασε για πρώτη φορά τη βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ– και την Ασία, και ενώ μεσολάβησαν τρεις αποτυχημένοι στην ουσία πόλεμοι, η Δύση βρίσκεται στο σύνολό της υπερχρεωμένη – τόσο η ιδιωτική οικονομία όσο και τα κράτη. Η Δύση είναι υποχρεωμένη να αναπροσαρμόσει το οικονομικό και το κοινωνικό της μοντέλο για να μπορέσει να επιβιώσει στη «νέα εποχή».
Αν όλα αυτά συνδυαστούν με τη μεγέθυνση της οικολογικής κρίσης, που επιβαρύνει υπέρμετρα και αυξητικά την κερδοφορία του συνολικού κεφαλαίου, τότε καθίσταται προφανές πως η κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι απλώς συγκυριακή, ούτε μόνο μια συνωμοσία του χρηματιστικού κεφαλαίου –πράγμα βέβαια που δεν αναιρεί, αντίθετα πυροδοτεί τη συνωμοτική δράση των ελίτ–, αλλά η σημαντικότερη και καθολικότατη κρίση του δυτικού καπιταλισμού. Αφορά στο τέλος μιας δυτικής ηγεμονίας, που αρχίζει από τη Βενετία και την απομύζηση του Βυζαντίου στα τέλη του 11ου αι. και την ανατροπή της σχέσης Μητροπόλεις-Τρίτος Κόσμος, πάνω στην οποία κινήθηκε επί οκτώ αιώνες ο δυτικός ιμπεριαλισμός.
Αυτά τα προφανή και πανθομολογούμενα –εκτός Ελλάδας– δεδομένα, μάταια θα τα αναζητήσει κανείς ως στοιχεία του προβληματισμού στις περισσότερες ελληνικές παρεμβάσεις και τοποθετήσεις γύρω από την κρίση.
Ο νεοφιλελευθερισμός
Το κυριότερο επιχείρημα, ιδιαίτερα της Αριστεράς, είναι πως η κατάρρευση που βιώνουμε αποτελεί μια «κρίση του νεοφιλευθερισμού», γεγονός που, εκ του αντιθέτου, αναβαθμίζει τις λεγόμενες κεϋνσιανές ή σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, ενίσχυσης της ζήτησης, έτσι ώστε «να πάρει μπροστά η οικονομία». Η διαμάχη διαρκεί εδώ και τριάντα χρόνια, από τότε που πρώτη η Θάτσερ στην Αγγλία έσπασε την κεϋνσιανή συναίνεση, επιβάλλοντας για πρώτη φορά μια νεοφιλελεύθερη στρατηγική συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, ιδιωτικοποιήσεων, ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, απορύθμισης του τραπεζικού τομέα κ.λπ. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει ο Ρέιγκαν στις ΗΠΑ, σταδιακώς δε η κίνηση θα γενικευθεί στο σύνολο του δυτικού κόσμου. Στη δεκαετία του 1990 μάλιστα –μετά και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου– ο νεοφιλευθερισμός θα πάψει να έχει ουσιαστικούς αντιπάλους, μια και σε αυτόν θα προσχωρήσουν και οι σοσιαλδημοκράτες. Στη Γερμανία, οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις του Σρέντερ, συνεπικουρούμενες από τους Πράσινους του Φίσερ, θα επιβάλουν μια πολιτική λιτότητας και περιστολών. Ανάλογη πορεία θα εγκαινιάσει στην Ελλάδα ο Σημίτης.
Έκτοτε η κομμουνιστογενής Αριστερά, η αριστερή σοσιαλδημοκρατία, καθώς και η Άκρα Αριστερά εγκαινιάζουν μια έντονη πολεμική ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία, για την «προδοσία» της, την εγκατάλειψη του κεϋνσιανισμού και την υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Στην Ελλάδα θεωρείται πως αυτή είναι αποτέλεσμα των πιέσεων της ΕΕ και του «κεφαλαίου», και της κοινωνικής μετάλλαξης των στελεχών των σοσιαλιστικών κομμάτων. Προφανώς όλα αυτά ισχύουν: Η ΕΕ και το κεφάλαιο πιέζουν και ο κομματικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ έχει μεταβληθεί στη νέα ελίτ της εξουσίας. Εντούτοις, δεν αρκούν για να εξηγήσουν για ποιο λόγο δεν κατέστη δυνατή η ανάδειξη κάποιας αξιόπιστης εναλλακτικής πολιτικής δύναμης. Και η απάντηση –ως συνήθως– ήταν προφανής, απλούστατα, διότι ο νεοφιλελευθερισμός ήταν πλέον μονόδρομος για το κεφάλαιο σε ολόκληρη της Δύση!
Ο νεοφιλελευθερισμός, κατέστη αναγκαίος για να θεραπεύσει τη βαθύτατη κρίση που ταλάνιζε τη δυτική οικονομία σε όλη τη δεκαετία του 1970. Οι κεϋνσιανές πολιτικές έχουν ως προϋπόθεση την ανάπτυξη, έτσι ώστε και τα κέρδη του κεφαλαίου να αυξάνονται και παράλληλα να διευρύνεται το κοινωνικό κράτος. Όμως, η εργατική και νεολαιίστικη εξέγερση των δεκαετιών 1960-1970, καθώς και η ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και η πετρελαϊκή κρίση του 1973 οδήγησαν σε μια παρατεταμένη κρίση και σε μια κοινωνική ισορροπία μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου με δραστική μείωση των κερδών. Η απάντηση του κεφαλαίου υπήρξε διττή: αποβιομηχανοποίηση, ελαστικοποίηση της εργασίας και σταδιακή συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, με ταυτόχρονη εξαγωγή ενός αυξανόμενου ποσοστού της βιομηχανικής παραγωγής στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Παράλληλα, κατεδαφίζει τη δασμολογική προστασία και δημιουργεί, ιδιαίτερα μετά την πτώση του Τείχους, μια παγκόσμια ενοποιημένη αγορά.
Έτσι, για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες, προκειμένου να ξεπεράσει την κρίση κερδοφορίας, η Δύση χρηματοδοτεί τη μεταφορά της βιομηχανικής παραγωγής στην Ανατολή, υιοθετεί μια γενικευμένη απορύθμιση και οικοδομεί ένα τερατώδες και πολυδαίδαλο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μια και ένα αυξανόμενο μέρος των κερδών παράγεται από αυτό το σύστημα και όχι από τη μεταποιητική βιομηχανία. Γι’ αυτό και ο νεοφιλελευθερισμός κατέστη κυριολεκτικά μονόδρομος για το δυτικό κεφάλαιο.
Για να συντηρήσει όμως το κράτος και το επίπεδο κατανάλωσης, μεταβάλλεται σε μια οικονομία γενικευμένου δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού, καταναλωτικά προσανατολισμένου.
Οι χώρες του άλλοτε Τρίτου Κόσμου έπαψαν να αποτελούν απλώς εργαστήρια συναρμολόγησης καταναλωτικών προϊόντων και μεταβάλλονται σταδιακά σε παραγωγούς και προϊόντων που βρίσκονται ψηλά στην τεχνολογική αλυσίδα και τα ελλείμματα του ισοζυγίου εμπορικών ανταλλαγών των χωρών της Δύσης –εκτός Γερμανίας και Ιαπωνίας– έγιναν εκρηκτικά, ενώ διογκώθηκε το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος σε βαθμό που δεν είναι πλέον διαχειρίσιμο. Το αποτέλεσμα είναι μια αλυσιδωτή κρίση, που εγκαινιάστηκε με το σπάσιμο της φούσκας των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, επεκτάθηκε στις τράπεζες όλου του δυτικού κόσμου και, μετά το 2009, μετατράπηκε σε κρίση δημόσιου δανεισμού, με πρώτα θύματα την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία∙ και είναι βέβαιο πως, με τον έναν ή άλλο τρόπο, θα επεκταθεί και σε άλλες δυτικές οικονομίες, ενώ η ίδια η Αμερική μοιάζει να συνταράζεται συθέμελα.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Προφανώς, εκείνες οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο από αυτή την κρίση υπήρξαν οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, και κατ’ εξοχήν η Ελλάδα, οι οποίες, ενώ συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, δεν διαθέτουν τις παραγωγικές δυνατότητες των ισχυρότερων ευρωπαϊκών χωρών, με αποτέλεσμα, μπροστά στην κρίση, να εμφανίζονται εντελώς γυμνές. Ιδιαίτερα η Ελλάδα, που αποτελεί μια «παρασιτική απόφυση»της Δύσης και όχι οργανικό μέρος της, μια χώρα αποικιοποιημένη και ταυτόχρονα ενταγμένη, για λόγους γεωπολιτικούς, στον ευρωπαϊκό πυρήνα, υφίσταται με τον πιο σαρωτικό τρόπο τις συνέπειες της κρίσης, τόσο γιατί η παραγωγική της βάση έχει σχεδόν εξανεμιστεί, όσο και διότι αντιμετωπίζεται από τους δυτικούς της εταίρους ως οιονεί αποικία.
Η Ελλάδα, όντας υποχρεωμένη για γεωπολιτικούς λόγους να συμμετέχει στην ΕΕ, είχε κάνει το κεφαλαιώδες λάθος, εξαιτίας του ευρωκεντρισμού, του εθνομηδενισμού και της ανικανότητας των ελίτ της, να εισέλθει στο σκληρό πυρήνα της Δύσης, με την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, ενώ αντίθετα έπρεπε να διατηρήσει αποστάσεις που θα της επέτρεπαν μεγαλύτερη αυτονομία και ευελιξία. Έχοντας ενταχθεί στον σκληρό πυρήνα, γεγονός για το οποίο πανηγύριζαν ηλιθίως οι απαίδευτες «εκσυγχρονιστικές» ελίτ, δεν έχει τη δυνατότητα σήμερα να αρχίσει μια αυτοδύναμη πορεία ανασυγκρότησης της οικονομίας της, παρά μόνο αν και εφόσον περάσει από τα καβδιανά δίκρανα της πτώχευσης, της στάσης πληρωμών, της πιθανής κατάρρευσης.
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει δυνατότητα να κόψουμε δρόμο και να επανέλθουμε στην προτέρα κατάσταση με κανένα τρόπο. Ούτε με το διαφορετικό «μείγμα πολιτικής» του Σαμαρά, ούτε με τις εύκολες παρόλες για έξοδο από το ευρώ σήμερα, όπως υποστηρίζει ο Λαπαβίτσας, ο Λαφαζάνης κ.ά. Διότι μια τέτοια έξοδος –που είναι πολύ πιθανό να μας επιβληθεί– θα έχει για χρόνια αρνητικές οικονομικές συνέπειες και ανυπολόγιστες γεωπολιτικές. Και είναι εντυπωσιακό, άνθρωποι που επισημαίνουν τον κίνδυνο του νέο-οθωμανισμού, να αγνοούν πως η έξοδος της Ελλάδας σήμερα από την Ευρωζώνη και την ΕΕ θα σήμαινε την παράδοσή μας στον νέο περιφερειακό τομεάρχη που καραδοκεί.
Πρέπει λοιπόν να γίνει ξεκάθαρο πως δεν υπάρχει πλέον άλλος δρόμος από εκείνον της σταδιακής οικοδόμησης ενός νέου μοντέλου οικονομίας και κοινωνίας, που θα αντιστοιχεί στις νέες παγκόσμιες και περιφερειακές συνθήκες και όπου η Ελλάδα θα κατακτήσει σταδιακά επίπεδα αυτονομίας, ικανά να μας οδηγήσουν όντως σε μια διαφορετική οικονομική και κοινωνική πρόταση. Ακόμα και αν εν τέλει μας επιβληθεί η έξοδος από το ευρώ και πιθανώς την ΕΕ, αυτό το αίτημα θα τεθεί με ακόμα πιο έντονο και σαρωτικό επαναστατικό χαρακτήρα.
Το ελληνικό κίνημα των πλατειών μπροστά σε νέα καθήκοντα
Η έκρηξη του κινήματος των ελληνικών πλατειών, αναπόφευκτα πυροδότησε μια συζήτηση σχετικά με το πως μπορεί να «μεταφραστεί» η κοινωνική τους ορμή σε μια πολιτική δύναμη ικανή να ανατρέψει το επικίνδυνο πλέον για την Ελλάδα και τους Έλληνες καθεστώς της ύστερης μεταπολίτευσης.
Όταν βλέπει κανείς ένα κομμάτι του ελληνικού λαού να αμφισβητεί μαζικά τον ρόλο του παθητικού θεατή στον οποίο τον είχε εγκλωβίσει η όψιμη κομματοκρατική μεταπολίτευση, να κατεβαίνει στις πλατείες και να διεκδικεί, –όχι μόνον να «αγανακτεί», αλλά και να συμμετέχει σε δομές αυτό-οργάνωσης και άμεσης δημοκρατίας– αντιλαμβάνεται ότι κάτι βαθύτερο έχει συντελεστεί στην κοινωνία.
Δυστυχώς μέχρι τα τώρα η συζήτηση, δεν απαντά στον βαθύτερο πολιτικό προβληματισμό που έχει ανάγκη το κίνημα. Θα λέγαμε πως ο πολιτικός προβληματισμός καθυστερεί δραματικά όχι μόνο απέναντι στις ανάγκες των καιρών αλλά και στην ίδια τη δυναμική των κινημάτων. Ο πολιτικός λόγιος συνεχίζει να φοράει τα παλιά ρούχα που δεν ταιριάζουν καθόλου στις νέες πραγματικότητες.
Ο καλύτερος τρόπος για να συλλάβουμε την κρίση, είναι να σκεφτούμε γι’ αυτή με όρους οικολογίας. Η κρίση, λοιπόν, έγκειται στο ότι μια μορφή ζωής τελειώνει μέσα σ’ ένα οικοσύστημα που εξαντλείται. Αυτή η μορφή της ζωής είναι το παράσιτο νεοέλληνας, και το οικοσύστημα που εξαντλείται είναι όλα τα δεδομένα, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στους διεθνείς συσχετισμούς, που του επέτρεπαν να υπάρχει και να ευημερεί όλα αυτά τα χρόνια.
Ο νεοέλληνας-παράσιτο γιγαντώθηκε στη μεταπολίτευση και κυριάρχησε απόλυτα στην περίοδο του «εκσυγρονισμού». Και τι πιο χαρακτηριστικό από εκείνο το τρομερό καλοκαίρι του 1974, όταν ο κυπριακός Ελληνισμός βίωνε τον εξανδραποδισμό της εισβολής και της κατοχής και οι ελλαδίτες πανηγύριζαν την πτώση της δικτατορίας, και την τροχοδρόμηση της χώρας στο σύστημα της δυτικής φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας. Εκεί για πρώτη φορά προδιαγράφηκαν οι θεμελιώδεις όροι της μεταπολιτευτικής ευημερίας των Ελλήνων. Ότι αυτή θα είχε πιθανότατα ως τίμημα τη γεωπολιτική, οικονομική και πολιτισμική συρρίκνωση του ελληνισμού, μέχρι να φτάσουμε στο σήμερα, όπου περνάμε ανοιχτά σε καθεστώς άμεσης υποτέλειας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ολοκλήρωσε και «κοινωνικοποίησε» αυτή την τάση δια της «Αλλαγής». Το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν ότι το σχήμα της «Αλλαγής» π είχε πλέον ξεπεραστεί από την ίδια την κρίση της δυτικής οικονομίας του 1973. Η «Αλλαγή» θεμελιωνόταν σε ταξικές συμμαχίες με τους μη-προνομιούχους, σε μια στιγμή που εξέλιπε ο κεϋνσιανός τρόπος για την αναδιανομή του πλούτου. Ο δυτικός κόσμος αλλά και η Ελλάδα έμπαινε σε μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης. Η λύση ήταν η ελληνική «σοσιαληστεία», δηλαδή η διανομή εισοδήματος δια του δανεισμού από το εξωτερικό και μέσω της διασπάθισης του δημόσιου πλούτου, του εκφυλισμού των θεσμών, της κατασπατάλησης του κοινωνικού και του πολιτικού κεφαλαίου της χώρας από τον κομματικό μηχανισμό. Και πάλι, αυτό που εκχωρούσε η Ελλάδα ήταν η «γεωπολιτική αξία» του «οικοπέδου Ελλάς». Ο Ανδρέας το έπαιζε «αδέσμευτος» μόνο και μόνο για να αυξάνει τη διαπραγματευτική του αξία έναντι των δυτικών, στους οποίους πάντοτε στο τέλος αποδείκνυε την αφοσίωσή του με το αζημίωτο.
Κι όμως, η ασυδοσία και η απροκάλυπτη κλεπτοκρατία που εγκαθίδρυσε, υπονόμευσε όλες τις υγιείς λειτουργίες και τα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας. Η χώρα άρχισε να σαπίζει και δύσκολα μπορούσε να καταστεί βιώσιμη, όπως αποδείχθηκε και από τον οχετό των σκανδάλων που ξέσπασε στα τέλη του 1988. Επί πλέον, έπειτα από το 1989 και την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, οι συσχετισμοί και οι ισορροπίες είχαν μεταβληθεί εντελώς και δεν υπήρχε τρόπος να το παίζει κανείς δήθεν «αδέσμευτος», χωρίς να διαρρήξει τη σχέση με τους δυτικούς.
Ο Μητσοτάκης πρώτος που προσπάθησε να καθιερώσει την ελληνική εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού αλλά απέτυχε, και μετά από ένα σύντομο ανδρεϊκό πρελούδιο –όπου κυριάρχησαν η Μιμή, οι αστρολόγοι και οι καφετζούδες– την λύση έδωσε ο Κώστας Σημίτης με τον περιώνυμο «εκσυγχρονισμό».
Ο εκσυγχρονισμός δεν ήταν τίποτε άλλο από την επικαιροποίηση του κλεπτοκρατικού συστήματος, την προσαρμογή του στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης δηλαδή της χρηματιστικοποίησης του δυτικού καπιταλισμού και της μεταφοράς της υλικής παραγωγής εκτός Δύσεως. Στο εσωτερικό, ευρωπαϊκά προγράμματα και μαύρη εργασία των μεταναστών συντηρούσαν τη σφαίρα της κατανάλωσης, οι τράπεζες, τα δημόσια έργα και ο τουρισμός ήταν ο κινητήρας της οικονομίας, ενώ ο παραγωγικός ιστός αποσαθρώθηκε δραματικά και η ελληνική εργατική τάξη σχεδόν εξαφανίστηκε. Στο εξωτερικό, υιοθετείται ο τυφλός ευρωπαϊσμός και η σταδιακή αλλά αυξανόμενη υποταγή στον νεο-οθωμανισμό. Με αυτό τον τρόπο το ελληνικό παράσιτο γλυτώνει τους κλυδωνισμούς των καταρρεύσεων του 1989 και επιβιώνει στη «νέα εποχή».
Σήμερα όμως, παύουν να ισχύουν όλοι οι όροι που το εξέθρεψαν, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό..
Κατ’ αρχάς, όλο και περισσότεροι Δυτικοί δεν μας θέλουν, κι αυτό έχει να κάνει με μια φοβική, συντηρητική αναδίπλωση της ίδιας της Δύσης. Έχει να κάνει με το ότι η πλανητική της ηγεμονία υποχωρεί και οι άρχουσες τάξεις της Δύσης ρέπουν όλο και περισσότερο προς την εσωστρέφεια, και γυρεύουν την κατοχύρωση των ιδιαίτερων προνομίων τους: Επίταση τον ανταγωνισμών στο εσωτερικό της Δύσης, άνοδος των δεξιών ή και ακροδεξιών απομονωτικών τάσεων, όπως το κλείσιμο των συνόρων, η αμφισβήτηση της Σέγκεν κ.ο.κ. Σε αυτά τα πλαίσια, όλο και περισσότεροι είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα πρέπει να εκδιωχθεί από τη δυτική «οικογένεια».
Δεύτερον, η στρατηγική του παρασίτου «πέτυχε» σε πολλά της σημεία. Οι ελληνικές ελίτ έχουν εκχωρήσει ήδη κάθε γεωπολιτική αξία της χώρας, που πλέον μπορεί να αποτελέσει κομμάτι ευρύτερων διευθετήσεων, μεταξύ της Ευρώπης και της νεο-οθωμανικής Τουρκίας. Η Ελλάδα κινδυνεύει να αποτελέσει μέρος μιας συνολικότερης διευθέτησης της Γερμανίας, με την αναδυόμενη νέο-οθωμανική Τουρκία, γι’ αυτό εξάλλου και προσφεύγει η ανίκανη κυβέρνηση στις ΗΠΑ και το Ισραήλ για αντίβαρο.
Όταν από την κρίση κινδυνεύει το ίδιο το κέντρο του παγκοσμίου συστήματος, τότε δεν υπάρχει περιθώριο για ιδιαίτερη ενασχόληση με τις «συνοριακές» περιοχές. Εάν δεν υπήρχε ο κίνδυνος η ελληνική κρίση να επιταχύνει την κρίση στο κέντρο του συστήματος, μέσω του χρέους και της «επιμόλυνσης» των δυτικών τραπεζών, η Ελλάδα θα είχε ήδη εγκαταλειφθεί από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις στην τύχη της ή μάλλον θα είχε ήδη παραχωρηθεί στον νέο-οθωμανισμό που καραδοκεί.
Ο μετασχηματισμός των αντιθέσεων
Γι’ αυτό και το σενάριο της κατάρρευσης, της πτώχευσης και της εκδίωξης από την ευρωζώνη (ώστε επί τέλους να πραγματοποιηθεί και η επαναστατική προφητεία πολλών οικονομολογούντων) αποτελεί τη μία από τις δύο λύσεις που έχει επιλέξει το σύστημα και η οποία θα εφαρμοστεί αν τα πράγματα επιδεινωθούν. Διότι υπάρχει και μία δεύτερη λύση – δηλαδή να περάσουμε από τον παρασιτισμό στην ανοιχτή αποικιοποίηση, με αντάλλαγμα ένα σχέδιο διάσωσης, με αμφίβολα αποτελέσματα. Και βέβαια τίποτε δεν αποκλείει έναν «συνδυασμό» των δύο λύσεων, δηλαδή και κατάρρευση και αποικιοποίηση.
Έτσι, περνάμε στην έσχατη φάση κατάρρευσης της μεταπολίτευσης, εκείνη της απροκάλυπτης Κατοχής, κατά την οποία ο ξένος παράγοντας θα επιβάλει μια «θεραπεία σοκ» πάνω στην ελληνική κοινωνία, παρόμοια μ’ εκείνη που υπεβλήθη στις χώρες του Ανατολικού μπλοκ μετά την κατάρρευση του 1989, η οποία περιλαμβάνει την εκπτώχευση εκτεταμένων τμημάτων των μεσαίων ελληνικών στρωμάτων και την ολοκληρωτική εκποίηση του εθνικού πλούτου της χώρας.
Υπό το βάρος αυτών των εξελίξεων μετασχηματίζεται το ίδιο το περιεχόμενο της κύριας πολιτικής αντίθεσης που χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία, τουλάχιστον κατά τα τελευταία 15 χρόνια, εκείνης μεταξύ του «εκσυγχρονισμού» και της «παράδοσης». Στον πόλο του ψευδεπίγραφου «εκσυγχρονισμού» συσπειρώνονταν οι δυνάμεις που επιζητούσαν την ισοπέδωση της εθνικής μας ιδιαιτερότητας και την άνευ όρων ενσωμάτωσή μας στον παγκοσμιοποιητικό χυλό, και στον πόλο της «παράδοσης» στοιχίζονταν, συχνά δίχως συνοχή, όλες οι δυνάμεις της αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση.
Αυτή, λοιπόν, η αντιπαράθεση που κατά κύριο λόγο είχε πάρει πολιτισμική χροιά και αφορούσε μάχες για το περιεχόμενο και την ύπαρξη της εθνικής ταυτότητας, την ιστορική μας μνήμη κ.ο.κ. τώρα πολιτικοποιείται. Είναι μια αντιπαράθεση μεταξύ των δυνάμεων της «νέας υποδούλωσης» και των δυνάμεων του «εκσυγχρονισμού της παράδοσης», και έχει κατά κύριο λόγο πολιτική βάση – παρότι η πολιτισμική διάσταση δεν εξαφανίζεται αλλά μετασχηματίζεται.
Ο μετασχηματισμός περιλαμβάνει ανατροπές, αναδιάταξη και επαναπροσδιορισμό των στρατοπέδων. Κατ’ αρχάς, δια του εκφυλισμού των παλαιών διαιρέσεων και των φορέων τους, με πρώτη και καλύτερη εκείνη μεταξύ της μεταπολιτευτικής αριστεράς και της δεξιάς. Η επί της ουσίας σύμπλευση του ΠΑΣΟΚ, του ΛΑΟΣ, της Καθημερινής, της Ντόρας, ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών (όπως οι «32» διανοούμενοι με την επιστολή στήριξης του καθεστώτος), και της Δημοκρατικής Αριστεράς είναι μια τρανταχτή απόδειξη για το τέλος των παλιών διαιρέσεων.
Το ίδιο συμβαίνει και με παράγοντες ή θεσμούς, που είχαν αναλάβει να παίξουν έναν ανασχετικό ρόλο, εναντίον των επιθέσεων του σημιτικού εκσυγχρονισμού, όπως ήταν η Εκκλησία. Σήμερα, κυριαρχούν τα «καθεστωτικά κομμάτια», που μάλλον εκπροσωπούνται από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο και έχουν επιλέξει τον δρόμο μιας εξοργιστικής, νεοφαναριώτικου τύπου «καρτερικότητας». Τη στιγμή που το επίκεντρο της αντιπαράθεσης τείνει να μετατοπιστεί από την αντίσταση στην επεξεργασία μιας νέας πρότασης για τον ελληνισμό, η εκκλησία έχει εγκλωβιστεί μεταξύ του καθεστωτισμού και του στείρου συντηρητισμού δίχως να μπορεί, τουλάχιστον συλλογικά να συμβάλλει στην περαιτέρω εξέλιξη της αντιστασιακής συνείδησης. Διότι σήμερα ή ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να μείνει στο δίλημμα εκσυγχρονισμός ή παράδοση, αλλά να επιχειρήσει επιτέλους έναν εκσυγχρονισμό της παράδοσής της.
Έτσι δεδομένης και της αδυναμίας της λοιπής αριστεράς να προτείνει κάποια εναλλακτική πρόταση καθώς και της παραδοσιακής δεξιάς να προσφέρει κάποια βιώσιμη λύση, –παρότι μοιάζει πιθανό να υπερισχύσει, έστω στα σημεία, σε κάποια μελλοντική πολιτική αντιπαράθεση– το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο μοιάζει εντελώς ζοφερό και η πιθανότερη εκδοχή είναι να εισέλθουμε σε μια εποχή γενικευμένου χάους.
Το αυτόνομο λαϊκό κίνημα
Βέβαια, υπάρχει και η πιθανότητα θετικής υπέρβασης, μέσα από την ανάδυση του αυτόνομου λαϊκού κινήματος των ελληνικών πλατειών. Το κίνημα αποτελεί έναν βασικό παράγοντα ανατροπής των δεδομένων πολιτικών συσχετισμών και κατεδάφισης των έωλων πλέον πολιτικών διαχωρισμών. Εξ ου και η ανοιχτή εχθρότητα του ΚΚΕ των… αντιεξουσιαστών και πολλών άλλων, απέναντι στις πλατείες. Γιατί το κίνημα αποδείκνυε το πόσο απομονωμένο από το λαό είναι το κόμμα που παρουσιάζεται ως κόμμα του λαού, ενώ ξεπερνούσε σε ριζοσπαστικότητα τον χώρο που διεκδικεί το μονοπώλιο σε αυτήν, δίχως μάλιστα τις φασίζουσες πρακτικές που διακρίνουν αυτό το χώρο. Γι’ αυτό και ακόμα και οι φορείς του παλιού κόσμου που συμμετείχαν σε αυτό το κίνημα, εκτός ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων, στην πραγματικότητα δεν έπαυαν να εκφράζουν την αντίθεσή τους με την ελληνική σημαία και με το λαϊκό κόσμο ο οποίος επέλεξε να την αναδείξει σε σύμβολο των κινητοποιήσεων.
Σ’ όλα αυτά τα στοιχεία ακριβώς επαληθεύεται και ο αυτόνομος χαρακτήρας του κινήματος. Είναι χαρακτηριστική ως προς αυτό η έρευνα της public issue τον Ιούλιο του 2011, όπου καταγράφεται η εμπιστοσύνη των πολιτών σε συλλογικούς θεσμούς, όργανα και παράγοντες του τόπου. Πρώτοι έρχονται «ο λαός και οι πολίτες» με ποσοστό 54% και δεύτερα τα κοινωνικά κινήματα με ποσοστό 42%. Οι δε παραδοσιακοί θεσμοί της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας έχουν καταποντιστεί, τα συνδικάτα συγκεντρώνουν μόλις 12%, η βουλή 11%, η κυβέρνηση 6% και τα κόμματα 5% !
Αυτός ο αυτόνομος κινηματικός πόλος, τώρα, έχει ανάγκη από νέα πολιτικά εργαλεία προκειμένου να εκφραστεί, εργαλεία που να ανταποκρίνονται στις νέες ανάγκες και να εκφράζουν τις νέες πραγματικότητες. Και προπαντός να κάνει ένα νέο βήμα, από την φάση της «αγανάκτησης» σε εκείνη της σταδιακής διαμόρφωσης ενός νέου πολιτικού προτάγματος, που να αντιστοιχεί στις ανάγκες του κινήματος των πλατειών.
Διότι οι μορφές συγκρότησης του κινήματος, από το τη «Σπίθα» του Μίκη Θεοδωράκη, έως διάφορες πρωτοβουλίες πολιτών είχαν διττό χαρακτήρα. Από τη μια εξέφραζαν το νέο με την έκκληση στην αυτο-οργάνωση, την υπέρβαση των παλιών διαιρέσεων «Αριστεράς-Δεξιάς», την επίκληση της άμεσης δημοκρατίας, κ.λπ. Παράλληλα όμως έμεναν βυθισμένες στον παλιό κόσμο της μεταπολίτευσης, όχι μόνο με τις αυταρχικές και αρχηγικές μορφές οργάνωσης τους, αλλά προπαντός με τη συνάφειά τους με τον μεταπολιτευτικό λαϊκισμό. Γι’ αυτό και οι εύκολες και ανέξοδες επικλήσεις σε άμεσες «επαναστάσεις», «συντακτικές εθνοσυνελεύσεις» «άμεση επιστροφή στη δραχμή», «μεταβολή της Ελλάδας σε ουδέτερη Ελβετία της ΝΑ Ευρώπης» κ.λπ. και η αδυναμία να προωθήσουν συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικού χαρακτήρα, όπως το δημοψήφισμα για το μνημόνιο ή η άμεση πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου.
Σήμερα λοιπόν είναι ανάγκη να αρχίσουν να συγκροτούνται κινήσεις και κινήματα που να συνδυάζουν τη σοβαρότητα στην ανάλυση και την μακροπρόθεσμη στρατηγική –στοχεύοντας σε ένα νέο μοντέλο κοινωνίας και μια δημοκρατική μορφή οργάνωσης– με την επισήμανση συγκεκριμένων και εφικτών τακτικών στόχων· στόχων όπως η απαίτηση της απόρριψης του μνημονίου, η απομάκρυνση της κυβέρνησης Παπανδρέου, άμεσα μέτρα για το μεταναστευτικό, για την απασχόληση και την ανεργία, επιμονή στην αμυντική θωράκιση της χώρας, έμπρακτη άρνηση της φορομπηχτικής πολιτικής κ.λπ. Μόνο έτσι το κίνημα θα αρχίσει να αποκτάει και πολιτικές εκφράσεις που να αντιστοιχούν στο ανατρεπτικό του δυναμικό, και θα αρχίσει να ξεπερνάει την αναντιστοιχία μεταξύ του προχωρημένου αυθόρμητου κινήματος και των καθυστερημένων πολιτικών μορφών του.
Και δεν πρέπει να έχουμε την αντίληψη πως η πολιτική μορφή του κινήματος θα είναι αιωνίως η ίδια, σχεδόν αποκλειστικά επικεντρωμένη στο κίνημα των πλατειών. Διότι οι αντίπαλοι μας έχουν κερδίσει πόντους εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη οργανωμένων δυνάμεων ικανών να εκφράσουν τη δυναμική του κινήματος. Οι εσωτερικοί αντίπαλοί του έχουν εν μέρει κατορθώσει να υπονομεύσουν ένα κίνημα για το οποίο νιώθουν βαθύτατο μίσος, είτε με ανοικτές προβοκάτσιες είτε με τον σταδιακό έλεγχο στους μηχανισμούς αποφάσεων. Διάφοροι επίδοξοι αρχηγοί και φύρερ του κινήματος αποτελούν το ιδεώδες άλλοθι για την παρέμβαση των πρώτων, ενώ απομακρύνουν τον ευρύτερο κόσμο από τις κινήσεις διαμαρτυρίας. Τέλος, το κράτος και η αστυνομία χρησιμοποιώντας τις αλλεπάλληλες προβοκάτσιες, συστηματοποιούν τις επιθέσεις τους ενάντια στο κίνημα για να μη το αφήσουν να επανεμφανιστεί.
Κατά συνέπεια, το κίνημα θα πρέπει να οργανωθεί σε τομείς και με τρόπους που δεν θα επιτρέπουν εύκολα τις προβοκάτσιες και τις κυβερνητικές επιθέσεις. Ήδη έχουν αναπτυχθεί τέτοιες μορφές πάλης, που θα αποτελούν προνομιακή έκφραση του κινήματος την αμέσως επόμενη περίοδο: Συστηματικοί αποκλεισμοί των κυβερνητικών βουλευτών, λαϊκές πρωτοβουλίες για αγορά επιχειρήσεων όπως του νερού στη Θεσσαλονίκη, άρνηση πληρωμής σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως θα πρέπει να γίνει με το νέο φορολογικό χαράτσι, οργάνωση πανελλήνιου μποϊκοτάζ των δημοψηφισμάτων του Γιωργάκη και πρόταση για εναλλακτικό δημοψήφισμα γύρω από την αποδοχή ή όχι του μνημονίου, καθώς και για διεκδίκηση των πολεμικών αποζημιώσεων από τη Γερμανία· τέλος πανελλήνια εκστρατεία συγκέντρωσης υπογραφών με αίτημα την πτώση της κυβέρνηση των κούισλινγκ. Μέσα από ανάλογες πρωτοβουλίες που αποκεντρώνουν, μαζικοποιούν και συγκεκριμενοποιούν το κίνημα, μπορούμε να περάσουμε σε μια νέα φάση, που θα δώσει τη δυνατότητα στο «κίνημα των πλατειών» να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα και να του προσφέρει και τις οργανωτικές δυνατότητες να ανακατακτήσει και τις πλατείες.
Και είναι ανάγκη κάτι τέτοιο να γίνει το συντομότερο δυνατό γιατί μέσα στην γενικευμένη κρίση ακυβερνησίας στην οποία πιθανότατα θα εισέλθει η Ελλάδα την επόμενη περίοδο, η έλλειψη εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων από την πλευρά του κινήματος, μπορεί να προσθέσει στο χάος και την εντροπία, αντί να προτείνει οδούς διεξόδου, ή ακόμα και να αναστήσει ξεπερασμένα πολιτικά κόμματα και απόψεις. Συχνά, σε κοινωνίες που βρίσκονται σε κρίση και κάποτε και σε γενικευμένη παρακμή, τα κινήματα αντίστασης, αν δεν διαμορφώνουν ένα συνεκτικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, απλά μπορούν να συμβάλουν στη γενίκευση ενός χάους που μπορεί να οδηγήσει σε αυταρχικές πολιτικές επιλογές. Σε αυτή την κατεύθυνση λοιπόν θα πρέπει να στραφούν οι προσπάθειες μας. Να συμβάλουμε στη συστηματοποίηση του ανατρεπτικού δυναμικού του λαϊκού κινήματος, σε μια θετική κατεύθυνση και να αποφύγουμε, καταδεικνύοντας τα αδιέξοδά της, τη λογική του χάους και της διάλυσης.
[1] Montesquieu (1721), Considérations sur les causes de la grandeur des Romains et de leur décadence, Garnier-Flammarion, 1968, σ. 145. (Μτφρ. από τα γαλλικά, Γ.Κ.)