Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009
Τά τέσσερα χρυσά λίρας, μέρος 5ο.
Aπό τό βιβλίο της μάνας μου Δέσποινας Πεϊμανίδου-Πολυχρονίδου "Το χρέος ιμ'"
(συνέχεια)
1962: Ο παππούς μου, πατέρας της μάνας μου, συνταξιούχος δάσκαλος, επιζήσας από τα τάγματα εργασίας, επιστρέφει στόν Πόντο, αλίμονο ως τουρίστας στα χώματα πού τον γέννησαν...Βρίσκεται στα Παρχάρια (ορεινά βοσκοτόπια καί τόποι θερινού παραθερισμού, χιλιοτραγουδισμένα απο την ποντιακή μούσα)
παιδικές αναμνήσεις, σε κάθε βήμα
1. Ενούνιζα: Αδακά επορπάτεσα, ακαικά έτρεχα κι ερούξα κι αιματώθεν το γόνατο ‘μ, ακαικά έσαν τα καλύβεα μουν , ακέσ’ εβόσκιζα τα ζα με την ρομάναν τη μάνα μ’ και ατώρα τιδέν τεμόν ‘κι ελέπω… Νε ανθρώπ’, νέ καλύβεα και νέ κοπάδεα χτήνεα τα’ εμέτερα πουδέν ‘κι λαταρίζ’ νε. Εδέβαν σεράντα χρόνεα ασσού έφυγαμε ας σόν Παράδεισον εμουν και τ’ αχνάρεα ‘μουν όλεα εβζήγαν κι εχάθαν.
1. Σκεφτόμουν: Εδώ περπάτησα, εκεί έτρεχα κι έπεσα και μάτωσε το γόνατό μου, εκεί ήσαν οι καλύβες μας, εκεί έβοσκα τα ζώα με την βοσκό την μάνα μου , και τώρα τίποτε δικό μου δεν βλέπω…
Ούτε δικοί μας άνθρωποι, ούτε καλύβες, ούτε δικά μας ζώα πουθενά δεν αργοσαλεύουν.
Πέρασαν σαράντα χρόνια αφότου φύγαμε από τον Παράδεισο μας, και τα ίχνη μας όλα σβήστηκαν και χάθηκαν………
προσκλητήριο νεκρών για χορό στά πάτρια εδάφη
2. Πού είσ'νε ανθρώπ; Πού είσ'νε ρομάνες;
Ελάτε ας τραγουδούμε καί χορεύουμε αδά σ' ομάλεα τα παρχάρεα , απάν' ση κεμεντζές τη λαλίαν, εναν Κοδεσπαινιακόν, έναν Τικ, έναν Διπάτ, να αποσπάνε τα ψήα μουν κ' επεκεί ας πάει ο καθένας σ' αποσκάλ'ν ατ'...
2. Πού είστε άνθρωποι; Πού είστε βοσκοπούλες;
Ελάτε να τραγουδήσουμε και να χορέψουμε εδώ στά ισώματα των βουνίσιων λιβαδιών, πάνω στό τραγούδι της λύρας, ένα ήσυχο χορό (πού χορεύουν και οι οικοδέσποινες, οι γυναίκες τού σπιτιού. Έτσι λέγαν στην Ματσούκα και την παραλλαγή τού Διπάτ, πού εδώ την ονομάζουμε Ομάλ Τραπεζούντος), ένα Τίκ, ένα Διπάτ, να ξεσπάσουν οι ψυχές μας, και ύστερα ας πάει ο καθένας να συνεχίσει την δουλειά του.
τό ξέσπασμα (ή "συνωστισμός" συναισθημάτων στην παραλία τής απόγνωσης)
3. Εκείνο την ώραν ο ήλεν εταράεν σα λίβεα και εμαύρισεν καί εγώ εθάρρεσα πως έρθε΄με απ ουρανού λαλίαν κι αντιδόνεσαν ολόερα τά ρασία και τ' ορμάνεα με τ' ελάτεα: "Κρί-μα-α-α-αν!, Φό-νο-ο-ο-ος"
Επήεν να δεαβαίν' ο νους ιμ'.
Εκλίστα κά' κι εφίλεσα τό χώμαν καί τα χορτάρεα.
Εσ'κώθα έφυγα καί οπίσ' άλλο 'κι ετέρεσα. Τά δάκρεα μ' ετσουρώθαν και η καρδία μ' πολλά αιματώθεν.
3. Εκείνη την ώρα ο ήλιος ανακατεύτηκε με τα σύννεφα και μαύρισε καί εγώ νόμισα ότι μού ήλθε φωνή απο τον ουρανό, κι αντιδόνησαν ολόγυρα τα βουνά με τα δάση και τα έλατα:
" Κρί-μα-α-α. Φό-νο-ο-ο-ος" (Κατά τό "Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντιακης Διαλέκτου" τού Ανθιμου Παπαδοπουλου, "φόνος, εσκοτισμένη σημ. εις τήν φρ. κρίμαν, φόνος! λεγομένην διά πάσαν βλάβην ή ζημίαν")
Τό μυαλό μου πήγε να φύγει.
Έσκυψα κάτω καί φίλησα τό χώμα και τα χορτάρια.
Σηκώθηκα έφυγα και πίσω δεν ξανακοίταξα. Τά δάκρια μου στέρεψαν και η καρδιά μου μάτωσε πολύ.
(συνεχίζεται)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
πολύ όμορφη γραφή, πολύ δικές μας εικόνες, άσχετα αν τα δικά μας μάτια δεν τα είδαν ποτέ.
Ευχαριστώ, Πλάνητα. Καί η συνέχεια είναι πολύ ενδιαφέρουσα...
Ζυμωμένες οι ψυχές μας με τον τόπο που κουβαλούμε … θρέφεται η ζωή μας μέσα από τις μνήμες, την επιστροφή προσδοκώντας … θεία μετάληψη κάθε γυρισμός.
Με συγκίνησες!
Δημοσίευση σχολίου