Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Βαστάμε και δέν το βάζουμε κάτω: "Βάσταξον κάρδεα 'μ βάσταξον, άν θέλεις κι αν κι θέλεις..




Βασταξον κάρδια ‘μ βάσταξον καμπόσα χρόνεα κι άλλο
Όπως βαστουνε τα ραchια την βαρυchειμωνίαν
Όπως βασταζνε τα δεντρα την παραγρανεμιαν
Όπως βασταζ’ η θαλασσα τη κοσμη τα καραβεα
Όπως βασταζ ο ουρανον εκεινα ολια τ’ άστρα
Όπως βασταζ το χάλκωμαν ση καζαντζη τα chερεα
Όπως βασταζ το σιδερον σην βαρυτσακουτσέαν
Βασταξον καρδια ‘μ βασταξον αν θελεις κι αν κι θελεις

Βάστα καρδιά μου, βάσταξε κάμποσα χρόνια ακόμη
όπως βαστούνε τα βουνα στην βαρυχειμωνιά
όπως βαστούν τα δέντρα στόν άγριο άνεμο
οπως βαστάει η θάλασσα όλου του κόσμου τα καράβια
όπως βαστάει ο ουρανός εκείνα όλα τ' άστρα
όπως βαστάει ο χαλκός στου καζαντζή τα χέρια
όπως βαστάει το σίδερο στό χτύπημα της βαριοπούλας
Βάσταξε καρδιά μου, βάσταξε, αν θέλεις κι αν δεν θέλεις

Γώγος Πετρίδης Τρομαχτόν

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Εβδομηντάχρονα του ΕΑΜ. Τιμούμε τους αγώνες τους, διδασκόμαστε από τα λάθη τους.


Εβδομηντάχρονα του ΕΑΜ. Τιμούμε τους αγώνες τους, διδασκόμαστε από τα λάθη τους.





Σαν σήμερα, πριν 70 χρόνια, ιδρύθηκε η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση της Πατρίδας μας κατά των Γερμανών κατακτητών: Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, (Ε.Α.Μ.).
Μερικές μόνο μέρες μετά, στα μέσα Οκτωβρίου του 41, ιδρύθηκαν από Βενιζελικούς Αξιωματικούς, και οι αντιστασιακές Οργανώσεις, από τον Ναπολέοντα Ζέρβα ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (Ε.Δ.Ε.Σ) και από τον Δημήτριο Ψαρρό, η Εθνική Και Κοινωνική Απελευθέρωση (Ε.Κ.Κ.Α).

Το Πατριωτικό Μέτωπο, στέκεται με ευλάβεια μπροστά στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης που μας έδειξαν ότι, ο δρόμος για την ελευθερία, την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνική δικαιοσύνη, περνά μέσα από τους αγώνες του Λαού μας.

Τούτες τις μέρες που η Πατρίδα και ο Λαός μας, ζουν ξανά κάτω από την κατοχή των διεθνών τοκογλύφων και των εγχώριων εκπροσώπων τους, το δίδαγμα των αντιστασιακών οργανώσεων κατά της γερμανικής κατοχής, αποκτά την ιστορική του επικαιρότητα.

Το Πατριωτικό Μέτωπο, πιστό στην αρχή του, «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά: Πατριωτικά», τιμά τους αγώνες όλων των Ελλήνων που αντιστάθηκαν στους Ναζί κατακτητές και διδάσκεται από τα λάθη τους. Καλεί δε τον ελληνικό Λαό να τιμήσει με ομοψυχία ΟΛΟΥΣ τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και διδασκόμενος από την πικρή εμπειρία των αδελφοκτόνων συγκρούσεων, να αντιληφθεί πως η ενότητα όλων των Ελλήνων Πατριωτών απέναντι στον κοινό εχθρό, (που ήταν τότε οι Ναζί και σήμερα είναι σήμερα οι νεοταξίτες), σε αυτήν την πάρα πολύ δύσκολη συγκυρία που βιώνουμε, είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη...


Τιμή και δόξα, στον Άρη Βελουχιώτη, τον Ναπολέοντα Ζέρβα, τον Δημήτριο Ψαρρό. Είθε από εκεί που βρίσκονται οι ψυχές τους να δίνουν κουράγιο στα βήματα του αγώνα μας και να μας νουθετούν να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΒΑΘΕΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ γραφει : Δημήτρης ΤΖΟΥΒΑΝΟΣ

     Τό ἄρθρο αὐτό τοῦ Δ. Τζουβάνου, πού δημοσιεύτηκε στίς 8/7/11, καθώς καί τό προηγούμενο, τοῦ Γ. Καραμπελιά, πού κατατέθηκε ὡς εἰσήγηση στήν Πανελλήνια συνδιάσκεψη τοῦ Ἄρδην, στίς 17/9/2011, ἀποτελοῦν, κατά τήν γνώμη μου, τούς πλέον προωθημένους πολιτικούς προβληματισμούς γία τό πρακτέον τῆς περιόδου.

Κοινά τους χαρακτηριστικά:
   ἡ προσπάθεια γιά μιά σύνθετη ματιά στά ἐνεστῶτα καί στά δέοντα, μακριά ἀπό τούς ἀπλουστευτικούς μανιχαϊσμούς,
   ἡ βαθειά κριτική-ἀνατρεπτική τους ματιά στά στερεότυπα τῆς μεταπολίτευσης, ἀριστερά, κεντρῶα καί δεξιά,  
   ἡ ἄντληση τοῦ ὑλικοῦ τους, ὄχι ἀπό δυτικόφερτες κακοχωνεμένες  χιλιομυρικασμένες , κεϋνσιανές, σταλινοτροτσκιστικές, νεοφιλελεύθερες και φιλελεύθερες κρατικιστικές καί ἀντικρατικιστικές συνταγές, ἀλλά ἀπό τήν προσπάθεια γιά τήν γόνιμη ἀναχώνευση τῆς Ἑλληνικῆς ἱστορίας καί τήν μή συμπλεγματική κριτική  ἀξιοποίηση τῆς Δυτικῆς σκέψης καί ἐμπειρίας..
       
   






Αναδημοσίευση από τον "φυλλομάντη".
(Δημοσίευση: 8 Ιουλίου 2011) Άρθρο-παρέμβαση του Δημήτρη Τζουβάνου που ανιχνεύει τους όρους της (δύσκολης) διεξόδου από την κρίση. Καθιστά σαφές ότι η κρίση δεν είναι μόνο -ούτε ίσως κυρίως- οικονομική, αλλά ολική και το νήμα της αναγκαίας απάντησης πρέπει να αναζητηθεί στις πολιτικές τομές που υπερβαίνουν το πολιτικό σύστημα. Γράφηκε στις 2 Ιουνίου και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 6 Ιουνίου στο Αντίφωνο (Γ.Φ.Φ.)


1. Η Κρίση και το κλειδί του Πολιτικού Συστήματος

Έχει πλέον κατανοηθεί αρκετα, παρά τα επι μακρόν συσκοτιστικά των media και των αναπτυξιολογούντων καθηγητών του «προοδευτικού» κατεστημένου, ότι η κρίση που βιώνουμε είναι μια πολύπλευρη συστημική κρίση με εθνικές και διεθνείς διαστάσεις, μια κρίση Οικονομική, Πολιτική και Πολιτισμική.

Αν και η Διεθνής διάσταση της κρίσης παραμένει συσκοτισμένη, η κοινωνία κατανοεί καλύτερα απ' τα κόμματα και τη διανόησή της, τις κύριες πλευρές της εθνικής κρίσης. Ετσι, διαθέτει ήδη ένα βασικό προσανατολισμό, στον οποίο είναι ολοφάνερα κι από καιρό, τόσο τα ριζοσπαστικά-αντισυστημικά στοιχεία, οσο και η ανεμπιστοσύνη στον κριτικό-αντισυστημικό λόγο. Φυσικά, ούτε έχει ούτε θα μπορούσε να έχει εκείνη την πληρότητα κατανόησης των πραγμάτων, που προϋποθέτει τη σχετικη επεξεργασία και παρέμβαση της διανόησης, ως ιδιαίτερου λειτουργικού οργάνου του κοινωνικού υποκειμένου. Ας σημειώσουμε εν παρόδω, ότι η υστέρηση της διανόησης έναντι της κοινωνίας, αποτελεί πάντοτε δείγμα κρίσης του συνολικού κυρίαρχου λόγου και προοίμιο ιδεολογικών και πολιτικών ανατροπών.

Συνοψίζοντας τα της κρίσης στο Εθνικο επίπεδο, είναι πλέον κοινός τόπος, ότι αυτή αποτελεί :
- Κρίση Οικονομική, που αφορα α) την Υπερχρέωση προς χάριν των πολιτικοοικονομικών πυλώνων και παρασίτων του καθεστώτος, ανεξάρτητα απ' το λεόντιο της μεταξύ τους διανομής. β) το Παραγωγικό και Καταναλωτικό Τίποτα στο οποίο έχει συρθεί η χώρα και η κοινωνια, τόσο για κερδοσκοπικούς οσο και στρατηγικά αλλοτριωτικούς σκοπούς, αλλά κι εξ ανικανότητας του πολιτικού της προσωπικού.
- Κρίση Πολιτισμική, δηλαδη κρίση Λόγου, Αξιών και Προτύπων. Χαρακτηριστικά εδώ παραδείγματα ο αντικοινωνικός «προοδευτισμός», ο αποστεωμένος παραδοσιοκάπηλος συντηρητισμός, ο βαρβαροχυδαίος ιστορικοϋλισμός, ο καταναλωτισμός, ο ατομισμός, ο εξοντωτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στους ανθρώπους, τα λοβοτομικά media, η αποπαίδευση της νεολαίας, ενα πλήθος στοιχείων κοινωνικής αποβλάκωσης κι αλλοτρίωσης, μια πολιτισμική πραγματικότητα που δεν έχει το θεό της.
- Κρίση Πολιτική, δηλαδη κρίση του Πολιτικου Συστήματος που διαχειρίζεται την κοινωνία, τη συναινεσή της και την περιθωριοποίηση-υποταγή της. Πρόκειται για τη φανερη πια σήψη όχι κάποιας κυβέρνησης, αλλά ολόκληρης της ψευτοδημοκρατίας που οδηγει την Χώρα, την Οικονομία, τον Πολιτισμό, τη Ζωή στο βάραθρο. Πρόκειται για πλήρη αδυναμια, του συστήματος αυτού, πέραν των ως τωρα ευθυνών του, να κάνει οποιοδήποτε βήμα διεξόδου, όσες θυσίες κι αν επιβάλλει στην κοινωνία.
- Η πολιτικη κρίση, περιλαμβάνει και το Αντι-συστημικό Τοπίο και Λόγο. Ο Δήθεν Αντίλογος, υποθηκευμένος σε φιλελεύθερα παραμύθια (όπως ο αντιδεξιός-κεϋνσιανός λόγος ή ο λόγος των «εναλλακτικών κινημάτων») ή σε νεκρά σοβιετικά στερεότυπα, αποτελεί μέρος του κατεδαφιστέου ιδεολογοπολιτικού Οικοδομήματος, αποτελεί οργανικό στοιχείο της συστημικής Παράγκας.

Μέσα απ' αυτά, η εθνικη κρίση σημαδεύει το τέλος της Μεταπολίτευσης, το τέλος του γνωστού προοδευτικού Λόγου, αλλά (όπως η αποφοίτηση στην τρίτη του λυκείου δεν αφορά μονο την τελευταία ταξη, αλλ' αφορά ολόκληρο το λύκειο) σημαδεύει το τέλος ολόκληρης της Πολιτικής Γεωγραφίας και του γνωστού κομματικού τοπίου. Η Δεξιά, το Κέντρο, η Αριστερά χάνουν πιά το νόημά τους, παρ' όλα τα παλιά τους στοιχεία που διατηρούν για ένα διάστημα. Ολο και περισσότερο πιέζονται για υπέρβαση του ιστορικού τους χαρακτήρα και για κοινωνικοποιησή τους (κοινωνικό ιδεολογοπολιτικό και σημειολογικό-ονοματολογικό επανακαθορισμό) επι ποινή ιστορικής εξαφανισής τους. Με ειδικούς όρους όμως πιέζεται το Κέντρο (Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά), ως βασικός διαχειριστής του Συστήματος. Το Κέντρο υποχρεώνεται να μετατρέψει τις εναλλαγές Νεοφιλελευθερισμού (επώδυνου ανατακτικού νοικοκυριού) - Κεϋνσιανισμού (εκμαυλιστικής χρεωστικής διανομής) σε «μίγματα», και τις δικομματικές συγκρούσεις σε ημι-συναινέσεις, είτε προς την αναπαραγωγή του συστήματος (= συνενοχή) ειτε προς υπέρβασή του (= διέξοδος), όπου και το μείζον επίδικο. Ιδιαίτερα η Κεντροαριστερά, που αποτελει την Αιχμή και τον ηγεμονικό παράγοντα του Πολιτικού Συστήματος, υποχρεώνεται ειτε σε αυτο-υπερβάσεις (κόντρα σε κάθε εσωτερικό καθεστωτικό στοιχειο, γκόλντεν μποϋ ή χρεωστικό-κεϋνσιανό «δικαιούχο») είτε σε καθεστωτικά κι αποκαλυπτικά «μίγματα σωτηρίας-εκχώρησης» τα οποία και ακριβώς υπονομεύουν την ηγεμονία της. Η ΚΑ ηγεσία θεωρει Σωτηρία την επανασταθεροποίηση του συστημικού δίπολου (την ανάκτηση αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος = εναλλαγη ΚΔ - ΚΑ) με την ανατακτική μετάθεση των βαρών και των ημαρτημένων στην κοινωνία. Και η Εκχώρηση αφορά την Εθνικη Ανεξαρτησία και Πλούτο που εκχωρείται στους διεθνείς συστημικούς πόλους που αποτελούν και τα στηρίγματά της.

Μέσα απ' αυτά, το Τέλος Εποχής στη χώρα, συνοψίζεται στην Αμεση Αναγκη και Δυνατότητα για ένα Νέο Πολιτικό Σύστημα. Το ζητημακλειδι διεξόδου απ' την κρίση. Το ζήτημα αυτό, κατανοείται το τελευταίο διάστημα όλο και πιο καθαρά απ' την κοινωνία, ενώ τίθεται ειδικότερα ως ζήτημα :
α) Λαϊκής Κυριαρχίας, δηλ. κοινωνικής Απ-αλλοτρίωσης ολόκληρου του Πολιτικου Συστήματος
β) Στρατηγικής Σύγκρουσης με το συστημικό κομματικό Τοπίο και κυρίως με την Κεντροαριστερά, τις βασικές πολιτικές και τις εξαρτήσεις της, καθώς και τα διάφορα κεϋνσιαριστερά δεκανίκια της.
γ) Οικονομικής-Πολιτισμικής ανάταξης με ευθύνη της ίδιας της κοινωνίας ή για να επαναλάβουμε το Μίκη, ως ζήτημα Πατριωτικής Αναγέννησης.


2. Η Ελλάδα στην πρωτοπορία των αλλαγών διεθνώς

Μέσα απ' αυτά η ελληνική κρίση πλαϊ στη διεθνή υπογραμμίζει, με ορους πρωτοποριακούς παρά την ορισμένη ασάφεια και τις αντιφάσεις των προσανατολισμών, το τελος της Νεωτερικότητας, το τέλος της μηχανοϊστορικής εποχης, το τέλος του ανελεύθερου κι ασύνειδου ιστορικού Υποκειμένου. Η μεταβατική εποχή για ολόκληρο τον κόσμο, μια εποχή που άρχισε ηδη με την κατάρρευση της σοσιαλιστικής καρικατούρας το 90, και το ξήλωμα της νεοταξικής ηγεμονίας μολις σε 10-20 χρονια μετα, τίθεται πλέον με όρους θετικούς. Τίθεται ως Μετάβαση σε νέο κοινωνικο τοπίο. Μια μετάβαση μακρόχρονη και καθημερινή, δημοκρατική κι αγωνιστική, με μεταρρυθμιστικά σκαλιά κι αναγκαία κεφαλόσκαλα, παγκοσμιοποιημένη κι εθνική ταυτόχρονα σε βήματα σύνθετα και πρωτόγνωρα, μια μετάβαση της κατεδάφισης και της οικοδόμησης μαζι, μια μετάβαση παγκοινωνικά συνειδητή και πέραν του «κόμματος-κεφαλιού που χειραγωγεί τις οργισμένες κι ασύνειδες μάζες του στομαχιού».

Η διεθνής οικονομική κρίση, κρίση κερδοφορίας-υπερσυσώρευσης, υπογραμμίζει όχι μόνο τα οικονομικά αδιέξοδα του διεθνούς συστήματος, αλλά και τις πολιτικές του δυσκολίες να κοινωνικοποιεί τις ζημιές προκειμένου να συνεχίσει την κερδοφορία κι επιβίωσή του. Η μάχη που δίνει δεν είναι η μάχη υπερκερδών κι αεροκερδών, αυτή είναι μόνο μια περιφερειακή αρπαχτή. Η κύρια μάχη του είναι ουσιαστικά μάχη επιβίωσης με στρατηγικό αντίπαλο τη δημοκρατία, την χειραφέτηση δηλ. και την αντίσταση των κοινωνιών στη μεταφόρτωση των αδιεξόδων του, μια μεταφόρτωση που αποτελεί το οξυγόνο του.
Οι ΗΠΑ, καταχρεωμένες, σατισμένες, με ηττημένο το καουμποϋλίκι τους, ανήσυχες πάνω σ' ένα εκρηκτικό κοινωνικο υπόστρωμα που τις απειλεί στο ίδιο τους το εδαφος, αντιμετωπίζουν τη στενότητα πια των γνωστών ιμπεριαλιστικών διεξόδων στο παγκόσμιο τοπίο.
Οι αναδυόμενες δυνάμεις (BRIC) αμφισβήτησαν ηδη τον νεοταξικό μονόλογο, πιέζουν σε αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου και περισφίγγουν τη δυτική ευμάρεια κι ακυρώνοντας την εξαγορά των δυτικών πληβείων απ' τ' αφεντικά τους. Παράλληλα, εισάγουν στις χώρες τους, έστω κι άθελα, δημοκρατικές πιέσεις απέναντι στην ίδια τους την εσωτερική δυνάστευση.
Οι χώρες της περιφέρειας (βλ. αραβική εξέγερση) κάνουν ηδη τα δύσκολα βήματα που τους αντιστοιχούν, βήματα δημοκρατικά, κόντρα στον ιμπεριαλισμό και τους εγκαθέτους του, αλλά και σε σύνθετη διαπλοκή με τις εσωτερικές ιμπεριαλιστικές αντιφάσεις, είτε αυτό το κατανοούν οι μπαγιάτικοι «αντιιμπεριαλιστές», είτε όχι.
Στον ευρωνότο των pigs και της χρεωστικής εξαγοράς της κοινωνίας, οι ηγεσίες πασχίζουν να σώσουν το σύστημα με βίαιο νοικοκυριό , τα ρετιρέ και οι μικρομέτοχοι του φαύλου καθεστώτος αγωνίζονται να διατηρήσουν την «δικαιωματική» ευμάρεια και το κιτσαριό τους, και η κοινωνία αγανακτεί κι οργίζεται, μετράει και ζυγίζεται, ψάχνει ουσιαστικές διεξόδους με θυσίες ναι, αλλά όχι θυσίες χαράμι.
Στα κέντρα της ΕΕ, οι ηγεσίες προτάσσουν το ευρωμέλλον στο παγκόσμιο τοπίο και διαγκωνισμό, ως όρο για τη δική τους συστημική μα κι εθνική επιβίωση. Πιέζουν τον ευρωνότο για νοικοκυριό και χαϊρι, χωρίς να χαρίζουν εύκολα δανεικά και πανωτόκια, μα κι επιβάλλοντας (φυσιολογικά και με το αζημίωτο) κουμάντο κατοχικό, εκεί οπου το κουμάντο είναι ηδη σε χέρια αλλότρια μα κι ανίκανα. Στην αντιφατική αυτή φύση της ΕΕ είναι κρίσιμος ο ρόλος των ευρωπαϊκών λαών, που οφείλουν να δουν πέρα από προκρούστειες απλουστεύσεις, τον κοινό τόπο του αναγκαίου αντιιμπεριαλισμού με την συνειδητή κι υπεύθυνη μετοχή στις παγκόσμιες εξελίξεις, εξελίξεις που ορίζουν το μέλλον τους.

Δεν είναι ιστορικός θετικός μονόδρομος οι εξελίξεις αυτές, παρ' ότι τα πράγματα εκει τείνουν. Ο στριμωγμένος ιμπεριαλισμός, έχει πάντα τον καταστροφικό τυχοδιωκτισμό σαν άσσο στο μανίκι, πέρα απ' τη πολύμορφη λοβοτόμηση των κοινωνιών. Εδώ, η Ευρώπη των μεγάλων πολέμων και των δημοκρατικών βιωμάτων έχει καίριο ρόλο, ρόλο που θα γίνεται ολο και πιο κρίσιμος, οσο οι ευρωπαϊκοί λαοί τον κατανοούν και τον αναλαμβάνουν.

Δε φτάνουν έτσι οι κατάρες εδώ, ουτε τα ξόρκια στην ΕΟΚ, ούτε τα χιλιομασημένα αντιιμπεριαλιστικά, ουτε τα λεβέντικα εθνικοδιακονιάρικα. Η εθνική ανεξαρτησία δεν είναι πια το εθνικολιγαρχικό φαγοπότι, το δικαιωματικά ανενόχλητο απ' τις διεθνείς εξελίξεις, αλλά η συνειδητή εθνική μετοχή στις εξελίξεις και το χαρακτήρα της παγκοσμιότητας. Και η μετοχή αυτή σημαίνει εθνικό δημοκρατικό κουμάντο κι ευθύνη στα εγχώρια, μα και δυναμική παρέμβαση στα διεθνή, κατά δύναμη, στην ίδια δημοκρατική κατεύθυνση.

Στην Ελλάδα, οι σωρευμένες περιπέτειες δεκαετιών, μα και η εθνική - οικουμενική κληρονομιά αιώνων, το βάθος της κρίσης μα κι ο λόγος των μεγάλων ποιητών της, δίνουν προβάδισμα για το μεγάλο βήμα της δημοκρατικής υπέρβασης του πολιτικού συστήματος. Οι ίδιοι οι δισταγμοί της ελληνικής κοινωνίας για το βήμα αυτό, δεν αφορούν τον καναπέ. Η Ελλάδα δεν κοιμάται, η Ελλάδα έχει αγώνες και θύματα ως πρόσφατα, η Ελλάδα βράζει, αλλά και ψάχνει αξιόπιστες διεξόδους πέρα απ' την απλή διαμαρτυρία ή τη «μαζικοποίηση» των πεθαμένων κομματικών προτάσεων. Η Ελλάδα είναι μπροστά στο στοίχημα μιας διεξόδου παραδειγματικής σε διεθνές επίπεδο. Πρόκειται για ενα στοίχημα που έχει τους ορους του, εθνικούς κι ευρωπαϊκούς.

Αναφορικά με τους ευρωπαϊκούς όρους, η χώρα έχει προοπτικές διεξόδου, όσο :
α) κατανοεί τα διεθνή πράγματα και μετέχει στον ευρωπαϊκό δρόμο.
β) αγωνίζεται εσωτερικά στην ΕΕ για Δημοκρατία και Παραγωγική-Βιοτική αναδιανομή.
γ) μετέχει στο παγκόσμιο μεταβατικο τοπίο ως πολιτισμικός-πολιτικός φανός κι ως παραγωγικός-βιοτικός συμμέτοχος κι όχι ως συνδικαλισμένο γκαρσόνι με επιδοτούμενα τσολιαδάκια.
Αυτά βεβαια προϋποθέτουν το τέλος της (κεντρο)αριστερής και της προόδου, αλλ' αυτό ηδη προχωρεί για όποιον βλέπει. Το ζήτημα είναι να σωθούν οι άνθρωποι της θνήσκουσας αριστεράς, κι αυτό απαιτεί, κατά βάση, δημοκρατική ευηκοϊα πέραν των βεβαιοτήτων και των νεκρών συνταγών, ειτε σταλινικής ειτε τροτσκιστικής έμπνευσης, σε διάφορες παραλλαγές. Οι πρώτες είναι αυτές που επιθυμούν αποκοπή της χώρας στο όνομα της «ανεξαρτησίας» και δια της κρίσης-εξέγερσης εγκατάσταση του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα» κατά τα γνωστά, κι εν αναμονή άλλων ανάλογων «σοσιαλισμών» στην Ευρώπη. Οι δεύτερες είναι αυτές που επιθυμούν «διαρκή εξέγερση κι εξαγωγή της στο διεθνή χώρο» εως την εγκατάσταση του «παγκόσμιου σοσιαλισμού». Και οι δυο ξεχνούν πως ακόμα κι αν αυτά ειχαν κάποιο ρεαλισμό, θα αποτελούσαν δρόμους που η κοινωνία δεν αποδέχεται και θα αφορούσαν καθεστώτα που η κοινωνία θα ανέτρεπε με αίμα, επαναθέτοντας το σημερινό δημοκρατικό αίτημα στο επίκεντρο.


3. Εδώ και Τώρα Βαθειά Δημοκρατία

Οποιες κι αν είναι οι όψεις και οι αιτίες της κρίσης, απ' την άποψη της Διεξόδου η απαιτούμενη απόκριση είναι πάντα Πολιτική-θεσμική. Κι αυτό ασχετα απ' την ανάγκη ενός προηγούμενου ανθρώπινου ιδεολογοπολιτικού προσανατολισμού της κοινωνίας. Είναι η θέσμιση, δηλ. η πειθαναγκαστική σύγκλιση των κοινωνικών πρακτικών, αυτή που αξιοποιεί την κινούσα ιδεολογία και που σαρκώνει επί γης τα όνειρα. Είναι αυτή που επωμίζεται στη συνέχεια την αναβάθμιση κι αναπαραγωγή του κοινού λόγου, και την δι αυτού αναβάθμιση των κοινωνικών πρακτικών.

Αν η ανάγκη και η εφικτότητα ενός Νεου Πολιτικού Συστήματος είναι επίκαιρη, η πραγματωσή του αφορά το συνδυασμό δυο πραγμάτων. Το πρώτο είναι το περιεχόμενό του, ετσι ώστε να αποτελεί ουσιαστική υπέρβαση του σάπιου σημερινου και να μπορεί να στηρίξει την περαιτέρω αναβάθμισή του. Το δεύτερο είναι η κοινωνική του φύση ετσι όπως μπορεί να πιστοποιηθεί όχι απλώς στην κοινωνική του αποδοχή, αλλά στην πλατειά κοινωνική του στήριξη και συμμετοχή.

Σχετικά με το περιεχόμενο του αναγκαίου πολιτικου συστήματος υπάρχουν δυο αγκυλώσεις που πρέπει να ξεπεραστούν. Η μια αφορά την συρρικνωμένη κατανόησή του ως κυβερνητικής αλλαγής, οριακών θεσμικών βελτιώσεων κτλ., που ωστόσο δεν θίγουν το κρίσιμο ζήτημα του χαρακτήρα της εξουσίας. Η άλλη θεωρεί ότι το ζητημα της εξουσίας, κατά τις στρατηγικές της αριστεράς, συναρτάται με τη βίαιη μειοψηφική κατάληψη και διατήρησή της καθως και με την κρατικοποίηση της παραγωγικής υποδομής κατά τα γνωστά. Και οι δυο παρακάμπτουν «απ' τα δεξιά ή τα αριστερά» το ζήτημα του κοινωνικού αυτεξούσιου, παραπέμποντάς το στις καλένδες. Και οι δυο επικαλούνται την κοινωνική ανωριμότητα, η πρώτη αρκούμενη σε οριακή αναδιαπραγμάτευση με την αλλότρια εξουσία και η άλλη αναμένοντας την κοινωνική ωρίμαση για την αποδοχή της μειοψηφικής στρατηγικής της. Στην πραγματικότητα το αίτημα αλλαγής του πολιτικού συστήματος είναι κοινωνικά υπερώριμο, άσχετα απ' τις επι μέρους ελλείψεις, ενώ η ωρίμασή για κάποια εκδοχή της «δικτατορίας του προλεταριάτου» δεν θα γινει ποτέ, ευτυχώς. Μάλιστα, ακριβώς η ωριμότητα αυτή είναι που κρατά επιφυλακτική την κοινωνία και συγκρατεί την κινητοποίησή της, οσο της προτείνονται ως λύσεις οι «δεξιές» ή «αριστερές» καρικατούρες της δημοκρατίας. Γιατι το ουσιαστικό περιεχόμενο του νεου Πολιτικου Συστήματος αφορά ένα αποφασιστικό δημοκρατικό βήμα, το οποίο εκ των πραγμάτων διαθέτει επίσης παγκοινωνική σχεδόν στήριξη, ως βοούν δρομοι και πλατείες, παρά τις πολύμορφες προσπάθειες αποπροσανατολισμού. Κι αυτό ακριβώς είναι που μπορεί να προσανατολίσει το κίνημα διαμαρτυρίας, να το επεκτείνει - ενοποιήσει, και να το αναβαθμισει πολιτικα. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ακριβώς η επικέντρωση στο Δημοκρατικό αίτημα, στο αίτημα για μια δημοκρατία επικίνδυνη για το καθεστώς κι ελευθερωτική για την κοινωνία.

Η σημαντικότερη τροχοπέδη εδώ, πέραν της κεντρώας εξουσίας αφορα την αριστερά. Υπάρχει εκεί η αυταπάτη ότι η δημοκρατία, εστω κι αν βαθύνει αποφασιστικα, δεν είναι βιώσιμη στο παγκόσμιο εχθρικό περιβάλλον, αλλ' ούτε επαρκής για την κοινωνική ελευθέρωση. Ξεχνούν όσοι παπαγαλίζουν τα σκουριασμένα αυτά, ότι το διεθνές περιβάλλον είναι δυναμικό, κι ότι η κυριαρχία του κεφαλαίου σ' αυτό, απειλείται ακριβώς απ' την αλυσίδα των δημοκρατικών αλλαγών που, εστω με επι μέρους παλινδρομήσεις, θα αποτελέσει το δρόμο της κοινωνικής ελευθέρωσης. Ξεχνούν ακόμα ότι το θέμα δεν αφορά «εκτιμήσεις των πραγμάτων» αλλά το «βλέπω-θέλω» των ανθρώπων, δηλ. ιδεολογικά προτάγματα. Αν η θεωρία τους (καρικατούρα των κλασικών) βλέπει αλλοιώς τα πράγματα, καιρός να αλλάξουν θεωρία, έστω ξαναμελετώντας. Κι αν η μηχανιστική-ανυποκειμενική ιδεολογία τους τούς εμποδίζει σ' αυτό, καιρός ν' αλλάξουν ιδεολογία επι το ανθρωπινότερο.

Ποιό είναι όμως το αποφασιστικό δημοκρατικό βημα, επαρκές και ταυτόχρονα με παγκοινωνική στηρικτική βάση ;
Γεννιούνται εδώ ζητήματα θεωρίας και τυπολόγησης, τα οποία δεν θα απασχολήσουν το αρθρο αυτό, παρά σε γενικές γραμμές. Υπάρχει κατ' αρχήν η αποψη ότι η Δημοκρατία είναι μία και μόνη, αρθρωμένη σε καθορισμένους θεσμούς. Δεν θα συμφωνήσω σ' αυτό, παρ' ότι η σχετική τυπολογική-ιστορική θεωρία προσφέρει πολύτιμα στοιχεία στην κοινωνική ελευθέρωση (ας αναφέρουμε εδώ, πέρα από διαφωνίες, ότι η ελληνικη διανόηση πρωτοπορεί σχετικά διεθνώς, με υπ' όψη πχ. την εργασία του Κοντογιωργη). Η δημοκρατία, ως έκφραση του αυτεξούσιου, υπόκειται όχι μόνον σε παραλλαγές που συνδέονται με πολιτισμικά κι άλλα συγκυριακά δεδομένα, αλλά και σε διαβάθμιση του ίδιου του «αυτεξούσιου» σε σχέση με την προϊούσα δυναμική του. Για να το θέσω αλλοιώς, η Δημοκρατία δεν τυπολογείται ως «πραγματική» ή μη, παρά ως επαρκής για την εκάστοτε εσωτερική μετεξέλιξή της. Αφορά όχι ένα πολιτικό καθεστώς (παρά σε ευρύτατη τυπολόγηση), αλλά μια κοινωνική ανέλιξη στο πολιτικό πεδίο, νοηματοδοτούμενη ετσι ως δυναμική έννοια. Ασφαλώς σ' αυτή ενσωματώνονται τα ιστορικά πολιτικά κατακτήματα της κοινωνίας, οσο και τα στοιχεία που ωριμάζουν προς κατάκτηση στη συγκυρία. Το κρίσιμο ωστόσο ζήτημα είναι πέραν της θεωρητικής τυπολόγησης. Αφορά το βάθος του δημοκρατικού βήματος, ώστε να αποτελεί πράγματι κεφαλόσκαλο στην κοινωνική πορεία. Αυτό λοιπόν που χρειάζεται, δεν είναι «η» δημοκρατία ή η «real democracy» ή η γνωστή «πραγματική αλλαγή» του ΚΚΕ, ή η «αληθής τοιαύτη», για να θυμηθούμε το γερο-ΓΠ, και το τι ακολούθησε ως το σήμερα του εγγονού του. Αυτό που χρειάζεται είναι το αναγκαίο επαρκές βάθαιμα της Δημοκρατίας, ή συνθηματολογικά το «Εδώ και Τώρα Βαθειά Δημοκρατία». Στο ζήτημα αυτό θα κριθεί άλλωστε, η κοινωνική απάντηση στο «βαθύ κράτος» του καθεστώτος ή ο εκφυλισμός της κοινωνικής κινητοποίησης στη μία ή την άλλη κατεύθυνση, και η ακόλουθη καθεστωτική επανασταθεροποίηση.


4. Κρίσιμα στοιχεία του Δημοκρατικού βήματος

Κάποια στιγμή, τα κόμματα, στη σημερινή τουλάχιστον μορφή και πολιτειακό τους ρόλο, θα εκλείψουν. Η δημοκρατία δεν θα τα χρειάζεται πιά, ενόσω η άμεση δημοκρατία θα αποκτήσει όχι μόνο τις τεχνικές της προϋποθέσεις (τεχνολογικές, αλλά κι άλλες που αφορούν την κατάλληλη άρθρωση των πολιτικών επιδίκων) αλλά και τις πολιτικές της προϋποθέσεις. Σήμερα ωστόσο, ο πολυκομματισμός αποτελεί αναγκαιότητα μιας δημοκρατικης πολιτείας, ιδιαίτερα στα δεδομένα έντονων ενδοκοινωνικών συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, το οποίο άλλωστε θα αποτελεί και το πραγματικό πλαίσιο ζωής για πολλά χρόνια. Το ζήτημα λοιπον τίθεται στα δεδομένα της ανάγκης του δημοκρατικού πολυκομματισμού, φυσικά με όρους που αλλάζουν το τοπίο της κομματοκρατίας.

Εδώ, τα κρίσιμα στοιχεία είναι δύο, κι αφορούν την ανάταξη της στρεβλής κοινωνικής εκπροσώπησης την οποία εξυπηρετει το κομματοκρατικό καθεστώς. Το πρώτο αφορά την εισαγωγή γενικών εκπροσωπευτικών θεσμών που δεσμεύουν τους εκπροσώπους σε ρόλους εντολοδόχων της εντέλλουσας κοινωνίας και τους αποσυνδέουν από εξωθεν της κοινωνίας εντολές. Το δεύτερο αφορά ειδικότερα την κοινωνικοποίηση-εκδημοκρατισμό των κομμάτων, ώστε να αποδοθούν στην εξουσία της λαϊκής βάσης τους και να αποσυνδεθούν απ' τα εγχώρια και διεθνή εξωθεσμικά κέντρα.

Τέτοιου ειδους μέτρα είναι ο πλήρης διαχωρισμός νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, ο περιορισμός της θητείας και η κατάργηση του πολιτικού επαγγελματισμού των βουλευτών, η θέσμιση της ανακλητότητας, η θέσμιση της κληρωτής εκπροσώπησης σε ορισμένο βαθμό, η ενίσχυση των δημοψηφισματικών κι αμεσοσυμμετοχικών θεσμών, η άρση των προκλητικών μισθολογικών προνομίων και της ειδικής δικαστικής προστασίας κτλ. Επίσης ειδικότερη εκλογική (συνταγματικη και κοινη) νομοθεσία, που να παγιώνει την εκλογική περίοδο, να συνδυάζει την εθνική και περιφερειακή εκπροσώπηση, να ενισχύει τη λαϊκή έκφραση και βούληση, να ενισχύει την εκλογική συμμετοχή και την πίεση της λευκής ψήφου κτλ. Ακόμα, στο κομματικό επίπεδο αναγκαιεί η αναβάθμισή τους ως πολιτειακών θεσμών, η αποφασιστικη επέμβαση για την αποκατάσταση της εσωτερικής δημοκρατίας με κατάλληλους κι απλούς θεσμούς, ο δημοκρατική εκπροσώπηση της κομματικής βάσης στις κομματικές αποφάσεις και την πολιτειακή τους έκφραση (οι διορισμένες ή αυτόβουλες ιδεολογοπολιτικές και εξειδικευμένες ομάδες γνώμης, προσανατολισμού κτλ. μπορούν να λειτουργούν παράλληλα-υποστηρικτικά με την εκπροσωπευτική-αποφασιστική πυραμίδα, χωρις να παραβιάζουν την εσωκομματική δημοκρατία με διοικητικές παρεμβάσεις ή με εξωτερικές δράσεις «αντιποίησης αρχής»), η μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης, ο δημόσιος έλεγχος των ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων και των κομματικών δαπανών κτλ, κι ακόμα στους σημερινούς όρους απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού (δικαίως ή αδίκως) επιβάλλεται συμπληρωματικά και μεταβατικά η εκτεταμένη εκκαθάριση του τοπίου με αποφασιστικά πολιτικά μέτρα.

Μια σειρά βασικά δημοκρατικά ανατακτικά μετρα αναγκαιούν, επίσης, σε συνταγματικό ή κοινό νομοθετικό επίπεδο. Τέτοια είναι η αναβάθμιση της επροσωπευτικότητας και του ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου, η αναβάθμιση του νομοθετικού κι ελεγκτικού ρόλου της βουλής, ο προληπτικός έλεγχος νομιμότητας των μεγάλων δημόσιων χρηματοδοτήσεων, η ενίσχυση του δημοκρατικού αναπτυξιακού προγραμματισμού, η αποκατάσταση της εθνικής-οικουμενικής παιδείας ως πυλώνα της κοινωνίας, η αποφασιστική ένταξη των MME στις ανάγκες ενημέρωσης παράλληλα με την ελευθερία του τύπου, η εισαγωγή θεσμών βασικής κοινωνικής ενημέρωσης περί την οικονομία και τα δημοσιονομικά κτλ.

Οι λεπτομέρειες για τα παραπάνω, αφορούν ειδικότερες επεξεργασίες, ενω οι απαιτούμενες βασικές πολιτειακές κι εκλογοθεσμικές αλλαγές απαιτούν έγκαιρη δημόσια επεξεργασία κι ανάλογες καταθέσεις. Σε ορισμένη συμβολή στις καταθέσεις αυτές ελπίζει και ο γράφων, κατά τις δυνάμεις του, προσεχώς. Ετσι εδώ δεν θα σταθούμε σε ειδικότερες σχετικές λεπτομέρειες. Θα σταθούμε όμως στη σχέση του αναγκαίου αυτού δημοκρατικου βήματος με το σημερινό πολιτικό σύστημα.

Η αφετηρία είναι πάντοτε, ότι το πολιτικο αυτό σύστημα πρέπει να αλλάξει βαθειά. Η σχέση του με το σημερινό σύστημα είναι βαθειά αντιθετική. Ταυτόχρονα όμως, τόσο η ανάγκη εθνικής ενότητας σε κρίσιμους καιρούς, οσο και η δημοκρατική τομή μέσα στην εθνικη συνέχεια, επιβάλλουν κάθε προσπάθεια συνενόησης. Συνενόησης περι την κοινωνικοποίηση της εξουσίας. Κάθε άλλη στόχευση, έστω κι αν άμεσα καταφέρει να πετύχει την κοινωνική φίμωση, θα προετοιμάζει την επανάθεση του κοινωνικού αιτήματος με πλέον τραγικούς όρους.


5. Μεταβατική Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας

Η διαδικαστική μορφή της αναγκαίας μεταπολίτευσης δεν είναι μία. Σε κάθε περίπτωση όμως θα αφορά την κοινωνικοποίηση της εξουσίας στο πλαίσιο μιας Βαθειάς Δημοκρατίας. Κι επίσης θα αφορά την αφαίρεση κάθε αντίθετης πρωτοβουλίας και δυνατότητας απ' το κυβερνητικό κόμμα, είτε διατηρήσει είτε όχι κυβερνητικές ευθύνες. Φυσικά, η καλύτερη λύση για τον τόπο είναι μια μεταβατική κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας, με τη συμμετοχή ολων των πολιτικών δυνάμεων, ιδίως στην προοπτική δύσκολου εθνικού παζαριού και κινδύνων. Μια κυβέρνηση όμως, υπο κοινωνική επιτήρηση και υπο προσανατολισμένη πίεση, καθώς και με αποφασιστική την παρουσία εκείνων των ανεξάρτητων προσώπων που μπορούν αξιόπιστα να εκφράσουν την αναγκαία μεταπολίτευση.

Δεν πρόκειται για μια κυβέρνηση στα μέτρα του συστήματος. Η σημερινή βουλή, έχει χάσει τη λαϊκή εμπιστοσύνη, οσα δικολαβίστικα κι αν επικαλούνται οι βουλευτές. Ούτε η εντός του πολιτειακού συστήματος αγωνιστικότητα ορισμένων τούς απαλλάσει απ' την άτυπη αυτή παλλαϊκή ανάκλησή τους ως λαϊκών εκπροσώπων. Ομοίως και η άκρως μειοψηφική κυβέρνηση, δεν έχει καμμία ουσιαστική νομιμοποίηση, όπως κι οποιαδήποτε άλλη προκύψει από σχετικά μαγειρέματα ή ακόμα κι από εκλογές, με τις οποίες ο ΓΠ ελπίζει ότι θα παγιδεύσει τη ΝΔ σε συνευθύνη περι την πορεία της χώρας προς το βάραθρο (ας σημειωθεί εδώ ότι η άρνηση Σαμαρά για συναίνεση, συνδέεται πάντα με τη λαϊκη πίεση). Η μόνη κυβέρνηση που εκφράζει σήμερα την κοινωνία είναι αυτή που θα δρομολογήσει Εδώ και Τώρα τη Βαθειά Δημοκρατία, τη μόνη που μπορει να εξασφαλίσει κοινωνική συναίνεση στην ανατακτική πορεία της χώρας. Κι αν ένα δημοψήφισμα περι μνημονίου κτλ. κινδυνεύει μέσω εκβιαστικών ερωτημάτων ή απλουστεύσεων να φαλκιδεύσει τη λαϊκή ετυμηγορία, ένα δημοψήφισμα με αυτό το ερώτημα και τις γενικές του διευκρινίσεις, θα έδινε την απάντηση. Την ίδια απάντηση που δίνουν οι λαϊκές συγκεντρώσεις και οι δημοσκοπησεις. Βεβαίως, η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων και του πολιτικού προσωπικού, σ' ολο το φάσμα, θα αναλωθεί σε τερτίπια διάσωσης του συστήματος κι επαναχειραγώγησης της κοινωνίας. Ας μην επικαλείται όμως κανείς το δήθεν «αδιέξοδο» των κοινωνικών αιτημάτων. Το πολιτικό προσωπικό καλείται σήμερα απ' τα πράγματα στην ιστορική ευθύνη να συμβάλλει στη δρομολόγηση των αναγκαίων δημοκρατικών εξελίξεων, κι οφείλει να ανταποκριθει σε πολιτειακό και κομματικό επίπεδο, δρομολογώντας τις αναγκαίες διαδικασίες. Ειδικότερα ο Γιώργος, ως πρωθυπουργός και βασικός υπεύθυνος των ως τώρα εξελίξεων, αλλά κι ως πρόεδρος της σφετερισμένης «δημοκρατικής παράταξης» δεν μπορεί να αποφύγει το ιστορικό ερώτημα. Θα συνεχίσει να εναντιώνεται στη λαϊκή βούληση και να προετοιμάζει τραγικές εξελίξεις ή θα αρθεί στο αναγκαίο ύψος των περιστάσεων ; Το ίδιο ισχύει και για όλο το πολιτικο φάσμα κατ' αναλογία, καθώς ισχύει και η υποσημείωση ότι το ρητορικό του ερωτήματος δεν του στερεί την ουσία.

Ποια όμως θα ήταν τα ειδικότερα κρίσιμα καθήκοντα μιας κυβέρνησης Εθνικής Σωτηρίας ; Μια τέτοια κυβέρνηση ουσιαστικά έχει 3 δουλειές.
α) Επαναδιαπράγματευση του μνημονίου, οσον αφορά τους εκχωρητικούς αλλά και τους επαχθείς όρους. Παράλληλη επαναδιαπράγματευση του χρέους, αναζήτηση εναλλακτικών πηγών δανεισμού (μιας και τα καταφέραμε επι κεϋνσοσιαλισμού να ζούμε με δανεικά), ανακατανομή των βαρών αποπληρωμής μεταξύ εχόντων και μη, καθώς κι ελάχιστη διασφάλιση της επιβίωσης του κόσμου, στο πλαίσιο αναδιανεμητικής πολιτικής έκτακτης ανάγκης.
β) Αποκατάσταση της ψυχικής ενότητας και του αισθήματος ασφάλειας - δικαιοσύνης - αισιοδοξίας στην κοινωνία, παράλληλα με την δρομολόγηση του σχεδιασμού παραγωγικής ανασυγκρότησης, καθώς επίσης και αποφασιστικός ελεγχος κάθε παρασιτικής-συντεχνιακής απαίτησης και μεθόδευσης, σε διαρκή διάλογο με την κοινωνία.
γ) Προετοιμασία Συνταγματικής αναθεώρησης και νομοθεσίας που θα κατοχυρώνουν το αναγκαίο βάθαιμα της δημοκρατίας, κι οδήγηση σε εκλογές στον συντομότερο κατάλληλο χρονο.

Φυσικά όλα αυτά, απαιτούν τη διαρκή κοινωνική πίεση, αλλά και τη «βίαιη προσαρμογή» της αλλότριας κομματοκρατίας στις κοινωνικές ανάγκες. Αυτό, όμως έτσι κι αλλοιώς θα γίνει κάποια στιγμή, και καλό για τη χώρα είναι να γίνει οσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Δημήτρης Τζουβάνος - 2/6/11

(πρώτη δημοσίευση: www.antifono.gr 6 Ιουνίου 2011)

Πανελλήνια συνδιάσκεψη Άρδην: Η πολιτική κατάσταση και τα καθήκοντά μας







Αναρίθμητες φορές έχουμε τονίσει πως, αν θέλουμε να ορίσουμε ένα όραμα και μια στρατηγική για τη σημερινή Ελλάδα, θα πρέπει κυριολεκτικώς να τετραγωνίσουμε τον κύκλο, δοκιμάζοντας να απαντήσουμε στις πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετωπίζει μία χώρα και ένας λαός που βρίσκεται στη δυσκολότερη στιγμή της ιστορίας του. Γεωπολιτικές προκλήσεις, εθνικά προβλήματα, οικονομική κρίση, αθρόα μετανάστευση, δημογραφική καθίζηση, πολιτισμική και πνευματική παρακμή, αλλοίωση της ίδιας της ιδιοπροσωπίας μας.

Οι γεωπολιτικές προκλήσεις είναι προφανείς και τεράστιες. Η Δύση, στην οποία είχαμε προσδεθεί ως μια παρασιτική της απόφυση, υποχωρεί σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ανατολή, σε όλες τις μορφές της, ενισχύεται. Από την Κίνα έως το Ισλάμ. Και αυτή η υποχώρηση της Δύσης προσλαμβάνει γεωπολιτικές και εδαφικές διαστάσεις. Η Δύση, με επί κεφαλής τους Γερμανούς και τους Αμερικανούς, αποσυνέθεσε τα Βαλκάνια, μεταβάλλοντάς τα σε ανίσχυρα προτεκτοράτα, για να τα παραδώσει –εν μέρει τουλάχιστον– στον τουρκικό νεο-οθωμανισμό. Και σήμερα ετοιμάζεται να ολοκληρώσει το έργο της, μέσα από την αποσύνθεση της Ελλάδας, με αφορμή την οικονομική κρίση. Ο αναβρασμός που επικρατεί στον αραβικό κόσμο, ως απάντηση στην πρόσκληση της Δύσης με τις εισβολές στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, και τον ρόλο του Ισραήλ, κινδυνεύει να προκαλέσει τεράστια παλιρροϊκά κύματα μεταναστών, που θα κατακλύσουν, πρώτη από όλους, την Ελλάδα. Το Ισραήλ, καταδικασμένο μεσοπρόθεσμα σε εξαφάνιση εάν συνεχίσει την ίδια πορεία, δεν θα μπορεί πλέον να αποτελεί προκεχωρημένο φυλάκιο αλλά θα μεταβάλλεται σε παγίδα. Έχει αρχίσει η μεγάλη αμπώτιδα της Δύσης στον ισλαμικό και αραβικό κόσμο.

Αυτές οι γεωπολιτικές ανατροπές έχουν ήδη αρχίσει να επηρεάζουν τον ελληνισμό. Στην Κύπρο, ήδη, μέσω του εποικισμού της κατεχόμενης Κύπρου, το συνολικό πληθυσμιακό ισοζύγιο καθίσταται όλο και πιο δυσμενές για τους Έλληνες στην Ελλάδα και Κύπρο, το μεταναστευτικό κύμα των μουσουλμανικών πληθυσμών, στον βαθμό που θα «συναντηθεί» με τους μειονοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, θα καταστεί τα επόμενα χρόνια ίσως το ισχυρότερο όπλο της νεο-οθωμανικής στρατηγικής.

Η Ελλάδα αποτελεί το σύνορο των δύο κόσμων, της Δύσης και του Ισλάμ. Όσο τα σύνορα παρέμεναν σταθερά, όπως συνέβαινε για πενήντα χρόνια, από το 1922 έως το 1974, οι γεωπολιτικές προκλήσεις είχαν διαφορετική κατεύθυνση, από τον Βορρά προς τον Νότο. Είτε αφορούσαν τη μάχη για την κατάκτηση της Ευρώπης και της Ελλάδας, από την πλευρά του 3ου Ράιχ και των Ιταλο-βουλγάρων συμμάχων τους, είτε εντάχθηκαν στην ιδεολογική σύγκρουση δυτικού καπιταλισμού και «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», από το τέλος του πολέμου έως το 1974.



Ο άξονας της αντιπαράθεσης μετατοπίζεται

Σήμερα, η κύρια αντίθεση μετατοπίζεται στον μεγάλο άξονα Ανατολή-Δύση, παρόλο που εξακολουθεί να λειτουργεί και η σύγκρουση στον άξονα Βορρά-Νότου, με τα Σκόπια, π.χ, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Και πάντα έτσι συνέβαινε. Ο μεγάλος άξονας της αντιπαράθεσης ήταν ο άξονας Ανατολή-Δύση, Πέρσες και Ρωμαίοι, Άραβες και Σταυροφόροι, Τούρκοι και δυτική αποικιοκρατία. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, και ιδιαίτερα μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001, αυτός ο άξονας καθίσταται και πάλι ο αποφασιστικός

Κατά την πρώιμη μεταπολίτευση, η Αριστερά, αλλά και ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ, υποτιμούσαν συστηματικά την αντίθεση με τον τουρκικό επεκτατισμό και πρόβαλλαν ως αποκλειστική σχεδόν αντίθεση της Ελλάδας την αντίθεση με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που το ΚΚΕ, ακόμα και σήμερα, εξακολουθεί να αναφέρεται στον τουρκικό επεκτατισμό, ως παρακολούθημα και παράγωγο της αμερικανικής στρατηγικής έτσι, υπεύθυνοι για τις παραβιάσεις στο Αιγαίο δεν είναι οι… Τούρκοι, αλλά κατ’ εξοχήν το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί! Κάτι ανάλογο σε εξοργιστικό μάλιστα βαθμό κάνει ο Μίκης Θεοδωράκης στα κείμενα που προσπαθεί να επιβάλει στη Σπίθα, όπου επί πλέον προτείνει τον πλήρη αφοπλισμό της Ελλάδας μέσα από μια ουτοπική και εξωπραγματική «ουδετερότητα».

Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν μεταβληθεί άρδην. Η Τουρκία δεν είναι ένας απλός πελάτης των ΗΠΑ, αλλά τείνει να μεταβληθεί σε αυτόνομο περιφερειακό πόλο ισχύος και δυνητικό ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου. Το ισλάμ μεταβάλλεται και πάλι σε μια ενοποιητική πολιτικοκοινωνική και θρησκευτική ιδεολογία. Από τον Χομεϊνί και τον Μπιν Λάντεν, στον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου, το γεωπολιτικό κέντρο βάρους του πολιτικού Ισλάμ τείνει, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, να μετατεθεί προς την Τουρκία.

Η τελευταία, στη νεο-οθωμανική στρατηγική της, χρησιμοποιεί, παράλληλα με τον κεμαλισμό, και το όπλο του Ισλάμ. Έτσι όμως αλλάζουν δραματικά τα γεωπολιτικά δεδομένα για την Ελλάδα. Στο παρελθόν, οι Ιρανοί και οι Άραβες βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία – χωροφύλακα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην περιοχή ενώ η Συρία και το Ιράκ ήταν ορκισμένοι εχθροί της. Από τη στιγμή όμως που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, έμειναν χωρίς κάποια μεγάλη δύναμη που να τους προστατεύει, ενώ η στροφή της Τουρκίας, τους υποχρεώνει να στραφούν προς αυτή. Και το ίδιο σε ένα βαθμό συνέβη με το Ιράν. Επί πλέον, το επεισόδιο του στολίσκου της Γάζας οδήγησε σε επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ και σε σύσφιγξη των σχέσεων με τους Παλαιστινίους.

Εάν σε αυτά προστεθεί η ανεξέλεγκτη μετανάστευση μουσουλμάνων ασιατικής και αφρικανικής καταγωγής στην Ελλάδα, το τοπίο τείνει να μεταβληθεί δραματικά. Δηλαδή, τη στιγμή που οι σχέσεις μας με τη Δυτική Ευρώπη βρίσκονται στο ναδίρ, κινδυνεύουν να επιδεινωθούν και οι σχέσεις μας με το Ισλάμ, στον βαθμό που αυτό μεταβάλλεται –έστω εν μέρει– σε όπλο στα χέρια της Τουρκίας.



Ένα ιστορικό προηγούμενο

Η κατάσταση, από πολλές απόψεις, θυμίζει την περίοδο 1204-1453 από κάποιες πλευρές, επί τα χείρω –διότι, σήμερα, οι συνολικές δυνάμεις μας είναι πολύ μικρότερες– και από κάποιες άλλες επί τα βελτίω, διότι οι αντίπαλοί μας δεν είναι τόσο ισχυροί.

Στην περίοδο πριν το 1453, και για την ακρίβεια στα χρόνια 1330-1453, στο ελληνικό Βυζάντιο, διεξήχθη μια έντονη ιδεολογική διαμάχη για την κατεύθυνση που όφειλε να πάρει ο ελληνισμός ώστε να διασωθεί. Ο πολεμιστής, αυτοκράτορας και μοναχός, Ιωάννης Καντακουζηνός εκπροσωπεί μια μεταιχμιακή μορφή αυτής της σύγκρουσης. Για πάνω από τριάντα χρόνια, πολέμησε ενάντια στους Φράγκους, τους Βούλγαρους, τους Σέρβους και εν τέλει τους Τούρκους. Όταν, το 1354, αυτοί πέρασαν την Καλλίπολη και βρέθηκαν στην Ευρώπη, πείστηκε εν τέλει πως δεν υπάρχει σωτηρία για την κρατική υπόσταση του ελληνισμού και έγινε μοναχός, προσχωρώντας στον ησυχασμό. Ακολουθώντας τον Γρηγόριο Παλαμά και τον Ιωάννη Καβάσιλα, επέλεξε την κατάδυση στον σκληρό πυρήνα της ορθόδοξης ταυτότητας, έτσι ώστε ο ελληνισμός, ως ορθοδοξία, ν’ αντέξει τις μαύρες μέρες της μακραίωνης Κατοχής που επρόκειτο να ακολουθήσει. Άλλοι, ανάμεσά τους οι περισσότεροι αυτοκράτορες της τελευταίας περιόδου, ακόμα και ο Κωνσταντίνος, προσέφυγαν στις δυτικές δυνάμεις, ασπαζόμενοι ακόμα και τον καθολικισμό, για να επιτύχουν την επέμβασή τους εναντίον των Τούρκων, και απατήθηκαν οικτρά, διότι οι Δυτικοί, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, μισούσαν και φοβόντουσαν περισσότερο τους Έλληνες παρά τους Τούρκους. Να τι γράφει ο πολύς Μοντεσκιέ, γύρω στα 1720:

Έτσι, τα σχέδια κατά του Τούρκου, όπως αυτά που μπήκαν σε εφαρμογή από τον Πάπα Λέοντα Χ΄, σύμφωνα με τα οποία ο Αυτοκράτορας θα εξεστράτευε μέσω της Βοσνίας στην Κωνσταντινούπολη, ο βασιλιάς της Γαλλίας, μέσω της Αλβανίας και της Ελλάδας, και άλλοι ηγεμόνες θα ξεκινούσαν από τα λιμάνια τους, αυτά τα σχέδια, το επαναλαμβάνω, δεν ήταν σοβαρά, ή έγιναν από ανθρώπους που δεν έβλεπαν το συμφέρον της Ευρώπης[1].

Τέλος, ένα τρίτο «κόμμα», το μικρότερο, εκείνο του Πλήθωνα-Γεμιστού, προσπάθησε να χαράξει έναν τρίτο αυτόνομο δρόμο την πολιτειακή Αναγέννηση του ελληνισμού μέσω μιας ριζικής κοινωνικής και ιδεολογικής μεταρρύθμισης, έτσι ώστε οι Έλληνες να αποφύγουν και τη δυτική τιάρα και το τουρκικό σαρίκι. Γι’ αυτό πρότεινε την επιστροφή της γης στους καλλιεργητές της, τη δημιουργία ενός νέου στρατεύματος και την εγκατάλειψη της φθαρμένης εκκλησίας και την επιστροφή στην αρχαία θρησκεία. Ενώ η πρόταση του, για στήριξη του ελληνισμού στις δικές του δυνάμεις, ήταν θεωρητικά ορθή, δεν διέθετε τις κοινωνικές βάσεις για να γίνει πράξη. Οι δεσπότες του Μορέως και οι αυτοκράτορες, στους οποίους υπέβαλε τα σχέδιά του, τον αγνόησαν, ενώ η εγκατάλειψη της ορθοδοξίας τον αποξένωσε από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Έτσι, ο δρόμος των ησυχαστών, της πνευματικής επιβίωσης, απεδείχθη εν τέλει ρεαλιστικός, παράλληλα με τον δρόμο της Αντίστασης που συμβολίζει ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.

Υπάρχει διέξοδος;

Σήμερα, οι αναλογίες είναι οφθαλμοφανείς, μια και πάλι βρισκόμαστε σε μια φάση επανεπιβεβαίωσης του Ισλάμ. Αλλά και οι διαφορές είναι σημαντικές. Οι οπαδοί της με κάθε τρόπο υποταγής στη Δύση μάς οδήγησαν και στη χρεοκοπία και ταυτόχρονα στην υποταγή στην Τουρκία. Πρόκειται για το ίδιο «κόμμα» –σε αντίθεση με τον βαθύ διχασμό της βυζαντινής περιόδου– το οποίο, έτσι, απονομιμοποιεί ταυτόχρονα και τις δύο αυτές επιλογές στα μάτια του ελληνικού λαού, που απεχθάνεται εξ ίσου τη Μέρκελ και τον Ερντογάν. Η άκριτη υπαγωγή στη Δύση σήμανε εν τέλει και την υποταγή στην Τουρκία.

Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι επιθυμούν να επαναλάβουν δήθεν την επιλογή του «ησυχασμού», μέσα από τη διαστροφή της νεο-ορθοδοξίας και μέσα από μια δήθεν ορθόδοξη οικουμενικότητα, δεν προτείνουν τίποτε περισσότερο από την επιλογή της υποταγής μας στον νεο-οθωμανισμό, με το έωλο, σήμερα, επιχείρημα πως, μια και χάνουμε τον ελληνισμό, ας επιβιώσει η ορθοδοξία ξεχνούν, όμως, πως, σε μια εποχή εκκοσμίκευσης, η ορθοδοξία, χωρίς στήριγμα σε κάποια κρατική υπόσταση, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική ανεξαρτησία, όπως έκανε μετά το 1453. Γι’ αυτό, αναπόφευκτα, μια νεο-ορθοδοξία που μισεί το ελληνικό κράτος όχι μόνο θα καταλήξει υποχρεωτικά στην αγκαλιά του νεο-οθωμανισμού αλλά και θα συμβάλει και στην υποχώρηση της ορθόδοξης ταυτότητας. Η ορθοδοξία, ως πνευματικότητα και παράδοση, μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, συνδεδεμένη σφικτά με τα απειλούμενα ελληνικά κράτη, την Ελλάδα και την Κύπρο.

Κατά συνέπεια, δεν μας μένει παρά η επιλογή του Πλήθωνα, η οποία δεν είναι τόσο ανέφικτη και εξωπραγματική όπως στο δύον Βυζάντιο. Έχουμε ακόμα τη δυνατότητα να αποπειραθούμε μια καθολική μεταρρύθμιση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής. Ίσως όχι για πολύ ακόμα, πάντως αξίζει να προσπαθήσουμε. Και η ιδεολογική μας αναφορά δεν χρειάζεται να ταξιδέψει σε ανέφικτες κατευθύνσεις, όπως είχε κάνει ο Πλήθωνας. Όπως λέει και ο ποιητής, στο πνευματικό μας οπλοστάσιο, διαθέτουμε και τις αρχαιότητες και την ορθοδοξία και τις κοινότητες των Ελλήνων. Αρκεί να καταπολεμήσουμε τον κυρίαρχο εθνομηδενισμό.

Βεβαίως, μπορούμε και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις διεθνείς αντιθέσεις και συγκυρίες, δηλαδή τη διάρρηξη της συμμαχίας Ισραήλ-Τουρκίας, ή την ανάδειξη του κουρδικού ως του μεγάλου εσωτερικού ζητήματος της Τουρκίας, ή, τέλος, την αρχόμενη μετατόπιση της Τουρκίας στον άξονα του Ισλάμ, που δημιουργεί περιπλοκές στη σχέση της με τη Δύση. Όμως όλα αυτά δεν πρόκειται να μας σώσουν, ούτε είναι σωστό μια χώρα των συνόρων να ταχθεί αυτοκτονικά με το ένα από τα δύο στρατόπεδα, όσο δεν απειλούνται τα ζωτικά της συμφέροντα. Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί μια γέφυρα πολιτισμών, και να επιχειρεί μία ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης Δύσης-Ισλάμ, με μία προϋπόθεση όμως, ότι το Ισλάμ δεν θα ενισχύεται στο ίδιο το εσωτερικό μας. Μόνο έτσι θα μπορούμε να παίζουμε έναν ρόλο γέφυρας, διαφορετικά μεταβαλλόμαστε σε μέρος του παιγνιδιού. Μια επίλυση αυτής της σύγκρουσης και, επομένως, η υποχρέωση του Ισραήλ σε μια συνδιαλλαγή με τους Παλαιστινίους και τους Άραβες, είναι προς το συμφέρον μας, διότι παύει να τροφοδοτεί τον πόλεμο των πολιτισμών και δεν επιτρέπει στην Τουρκία, που υπήρξε ο ολετήρας των Αράβων, να εμφανίζεται ως ο προστάτης τους και, επομένως, θα οδηγήσει και σε αποτυχία την προσπάθειά της να εμφανιστεί ως το «ξίφος του Ισλάμ».

Όλα αυτά όμως έχουν μία προϋπόθεση, ότι ενισχύεται το εσωτερικό μέτωπο, ότι, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, κοιτάζουμε μέσα στη χώρα μας και μέσα μας –στην ιστορία μας και την πνευματική μας παράδοση– για λύσεις. Όλα αυτά έχουν ως προϋπόθεση μιαν αυτόκεντρη πορεία, ότι η Ελλάδα και η Κύπρος μεταβάλλονται σε ακρόπολη του ελληνισμού, ότι παύουμε πλέον να αρδεύουμε ξένους τόπους, ξένες ιδέες, ξένες βιομηχανίες, ξένες ιδεολογίες. Ενσωματώνουμε δημιουργικά το ξένο και το κάνουμε δικό μας.

\

Απέναντι στον οικονομικό και πνευματικό εκπασοκισμό

Όπως τονίζουμε εδώ και δεκαετίες, η χειρότερη κληρονομιά που μας άφησε το ΠΑΣΟΚ είναι η αποβαρβάρωση και η υποβάθμιση του πνευματικού επιπέδου και της σκέψης του ελληνικού λαού· αυτό που προσφυώς έχει χαρακτηριστεί ως η πασοκοποίηση των Ελλήνων. Αυτή η βαθιά διαστροφή στηρίζεται στο διπλό σύστημα σκέψης και πράξης –που ούτως ή άλλως ενδημούσε στη χώρα μας εξαιτίας των περιπετειών που έχει περάσει επί αιώνες ο λαός μας– το οποίο εγκαθίδρυσε και επέβαλε ως κυρίαρχο για τη μεταπολιτευτική περίοδο το ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή, άλλα διακηρύσσουμε και τα αντίθετα πράττουμε,: «Όχι στην ΕΟΚ των μονοπωλίων», «Έξω οι βάσεις του θανάτου». Κολωνακιώτες και φοιτητές του Πολυτεχνείου μπορούσαν να ισχυρίζονται πως «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», ενώ πανεπιστημιακοί της Αριστεράς υπεράσπιζαν αταλάντευτα τις «αθάνατες ιδέες του μαρξισμού», ενισχυόμενοι από δεκάδες προγράμματα και ιδρύματα τραπεζών. Άκαπνοι συνδικαλιστές, αναλωθέντες σε δεκαετίες ουζοποσίας και «αγώνων», καταλαμβάνουν υπουργικούς θώκους, «επαναστάτες» δημοσιογράφοι εισπράττουν πολλαπλά αντιμίσθια από πληθώρα αφεντικών, «αντιεξουσιαστές» απολαμβάνουν αργομισθίες σε κρατικά ιδρύματα και υπάλληλοι πολυεθνικών τραπεζών ευαγγελίζονται νέα αντάρτικα!

Και όλα αυτά σε μια εποχή που οι Έλληνες, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία τους, έζησαν σε ομαλές πολιτικές συνθήκες και υπό καθεστώς σχετικής συλλογικής ευημερίας, και δεν υπήρχε καμία δικαιολογία γι’ αυτόν το γενικευμένο και αχαλίνωτο μεταμορφισμό. Διάγουμε υπό ένα καθεστώς συλλογικής απάτης/αυταπάτης χωρίς προηγούμενο, που μόνο ίσως κωμωδοί όπως ο Χάρυ Κλυν με τη γνωστή ατάκα του, «το κρασί παλιό, το τυρί μουχλιασμένο, το χαβιάρι μαύρο, ο αστακός ψόφιος», μπορούν να αποδώσουν. Μέσα σε αυτό το γενικευμένο κομφούζιο και την ελαστικοποίηση συνειδήσεων και ταυτοτήτων, οι Έλληνες κινδυνεύουν να χάσουν την ίδια τους την κρίση και την ευθυκρισία.

Εντούτοις, σήμερα, όλοι συμφωνούν, φραστικά, πως: Η «μεταπολίτευση πρέπει να λάβει τέλος». Στην πραγματικότητα όμως ελάχιστοι από εκείνους που έχουν πρόσβαση στον δημόσιο λόγο, το εννοούν πραγματικά. Αντίθετα μάλλον εννοούν ότι ο κρυφός τους πόθος είναι το πώς θα διαιωνιστεί!

Και αυτό διαφαίνεται στην πλειοψηφία των τοποθετήσεων, αναφορικά με την οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα. Ξεκινώντας από μια ορθή παραδοχή πως η κυβέρνηση Παπανδρέου παρέσυρε την Ελλάδα σε μια «αναίτια» επιτάχυνση και επιδείνωση της κρίσης, στη συνέχεια, οδηγούνται σε μια ουσιαστική άρνηση του δομικού χαρακτήρα της και προκρίνουν μια συνωμοσιολογικού χαρακτήρα ερμηνεία της. Η κρίση αποτελεί συνέπεια της βούλησης ορισμένων κύκλων – είτε κάποιων χωρών, είτε του «παγκόσμιου κεφαλαίου»– να πλήξουν καίρια την Ελλάδα και επομένως κάποιες κινήσεις απόρριψης των σχεδιασμών των πιστωτών μας θα μπορούσαν να οδηγήσουν είτε σε άρση των συνεπειών της είτε –ακόμα περισσότερο– σε μια άμεση επαναστατική μετεξέλιξη.

Όλοι θυμόμαστε πως, στην αρχική φάση της κρίσης, τόσο το ΚΚΕ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ μιλούσαν για «κατασκευασμένη κρίση».

Προφανώς ο ΓΑΠ, σε συνεργασία με το ΔΝΤ και τον Στρως-Καν, προσπάθησε να επιβάλει κάποια μέτρα λιτότητας και ελαστικοποίησης της εργασίας που πίστευε ότι δεν θα μπορούσε να επιβάλει μέσα από την κανονική διαδικασία διακυβέρνησης. Χρειαζόταν μια πολιτική-σοκ. Ωστόσο, από αυτό το σημείο έως την άρνηση της κρίσης χρέους, παραγωγικότητας και παραγωγής της ελληνικής οικονομίας, υπάρχει μία τεράστια απόσταση. Αλλά είναι πιο εύκολο να πιστέψουμε πως θα αρκούσε μια αλλαγή διακυβέρνησης και ένα άλλο «μείγμα πολιτικής» για να ξεφύγουμε από αυτήν!

Αυτό βέβαια δεν αναιρεί τον πρακτορικό ρόλο και λειτουργία του ΓΑΠ. Ούτε το ότι προφανώς κάποιοι κερδίζουν από την κρίση και τις κατευθυνόμενες πληροφορίες, που τους βοηθούν να κερδίσουν αμύθητα ποσά μέσα από χρηματιστηριακές κομπίνες. Ωστόσο αυτά δεν αρκούν για να ερμηνεύσουν την υποβάθμιση της πιστοληπτικής δυνατότητας των ΗΠΑ, – πίσω της κρύβεται μια υπερχρεωμένη οικονομία και η κρίση ενός μοντέλου που από το 1980 εφαρμόζεται σε όλη τη Δύση, εκείνου της «ανάπτυξης» μέσω του χρηματοοικονομικού τομέα και της υποβάθμισης του παραγωγικού. Οι ΗΠΑ από το 1980 έως σήμερα εμφανίζουν αρνητικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Τριάντα χρόνια μετά, και αφού η παραγωγή έχει μεταφερθεί στην Κίνα –που το 2010 ξεπέρασε για πρώτη φορά τη βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ– και την Ασία, και ενώ μεσολάβησαν τρεις αποτυχημένοι στην ουσία πόλεμοι, η Δύση βρίσκεται στο σύνολό της υπερχρεωμένη – τόσο η ιδιωτική οικονομία όσο και τα κράτη. Η Δύση είναι υποχρεωμένη να αναπροσαρμόσει το οικονομικό και το κοινωνικό της μοντέλο για να μπορέσει να επιβιώσει στη «νέα εποχή».

Αν όλα αυτά συνδυαστούν με τη μεγέθυνση της οικολογικής κρίσης, που επιβαρύνει υπέρμετρα και αυξητικά την κερδοφορία του συνολικού κεφαλαίου, τότε καθίσταται προφανές πως η κρίση που αντιμετωπίζουμε δεν είναι απλώς συγκυριακή, ούτε μόνο μια συνωμοσία του χρηματιστικού κεφαλαίου –πράγμα βέβαια που δεν αναιρεί, αντίθετα πυροδοτεί τη συνωμοτική δράση των ελίτ–, αλλά η σημαντικότερη και καθολικότατη κρίση του δυτικού καπιταλισμού. Αφορά στο τέλος μιας δυτικής ηγεμονίας, που αρχίζει από τη Βενετία και την απομύζηση του Βυζαντίου στα τέλη του 11ου αι. και την ανατροπή της σχέσης Μητροπόλεις-Τρίτος Κόσμος, πάνω στην οποία κινήθηκε επί οκτώ αιώνες ο δυτικός ιμπεριαλισμός.

Αυτά τα προφανή και πανθομολογούμενα –εκτός Ελλάδας– δεδομένα, μάταια θα τα αναζητήσει κανείς ως στοιχεία του προβληματισμού στις περισσότερες ελληνικές παρεμβάσεις και τοποθετήσεις γύρω από την κρίση.

Ο νεοφιλελευθερισμός

Το κυριότερο επιχείρημα, ιδιαίτερα της Αριστεράς, είναι πως η κατάρρευση που βιώνουμε αποτελεί μια «κρίση του νεοφιλευθερισμού», γεγονός που, εκ του αντιθέτου, αναβαθμίζει τις λεγόμενες κεϋνσιανές ή σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, ενίσχυσης της ζήτησης, έτσι ώστε «να πάρει μπροστά η οικονομία». Η διαμάχη διαρκεί εδώ και τριάντα χρόνια, από τότε που πρώτη η Θάτσερ στην Αγγλία έσπασε την κεϋνσιανή συναίνεση, επιβάλλοντας για πρώτη φορά μια νεοφιλελεύθερη στρατηγική συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, ιδιωτικοποιήσεων, ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, απορύθμισης του τραπεζικού τομέα κ.λπ. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει ο Ρέιγκαν στις ΗΠΑ, σταδιακώς δε η κίνηση θα γενικευθεί στο σύνολο του δυτικού κόσμου. Στη δεκαετία του 1990 μάλιστα –μετά και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου– ο νεοφιλευθερισμός θα πάψει να έχει ουσιαστικούς αντιπάλους, μια και σε αυτόν θα προσχωρήσουν και οι σοσιαλδημοκράτες. Στη Γερμανία, οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις του Σρέντερ, συνεπικουρούμενες από τους Πράσινους του Φίσερ, θα επιβάλουν μια πολιτική λιτότητας και περιστολών. Ανάλογη πορεία θα εγκαινιάσει στην Ελλάδα ο Σημίτης.

Έκτοτε η κομμουνιστογενής Αριστερά, η αριστερή σοσιαλδημοκρατία, καθώς και η Άκρα Αριστερά εγκαινιάζουν μια έντονη πολεμική ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία, για την «προδοσία» της, την εγκατάλειψη του κεϋνσιανισμού και την υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Στην Ελλάδα θεωρείται πως αυτή είναι αποτέλεσμα των πιέσεων της ΕΕ και του «κεφαλαίου», και της κοινωνικής μετάλλαξης των στελεχών των σοσιαλιστικών κομμάτων. Προφανώς όλα αυτά ισχύουν: Η ΕΕ και το κεφάλαιο πιέζουν και ο κομματικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ έχει μεταβληθεί στη νέα ελίτ της εξουσίας. Εντούτοις, δεν αρκούν για να εξηγήσουν για ποιο λόγο δεν κατέστη δυνατή η ανάδειξη κάποιας αξιόπιστης εναλλακτικής πολιτικής δύναμης. Και η απάντηση –ως συνήθως– ήταν προφανής, απλούστατα, διότι ο νεοφιλελευθερισμός ήταν πλέον μονόδρομος για το κεφάλαιο σε ολόκληρη της Δύση!

Ο νεοφιλελευθερισμός, κατέστη αναγκαίος για να θεραπεύσει τη βαθύτατη κρίση που ταλάνιζε τη δυτική οικονομία σε όλη τη δεκαετία του 1970. Οι κεϋνσιανές πολιτικές έχουν ως προϋπόθεση την ανάπτυξη, έτσι ώστε και τα κέρδη του κεφαλαίου να αυξάνονται και παράλληλα να διευρύνεται το κοινωνικό κράτος. Όμως, η εργατική και νεολαιίστικη εξέγερση των δεκαετιών 1960-1970, καθώς και η ήττα των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και η πετρελαϊκή κρίση του 1973 οδήγησαν σε μια παρατεταμένη κρίση και σε μια κοινωνική ισορροπία μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου με δραστική μείωση των κερδών. Η απάντηση του κεφαλαίου υπήρξε διττή: αποβιομηχανοποίηση, ελαστικοποίηση της εργασίας και σταδιακή συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, με ταυτόχρονη εξαγωγή ενός αυξανόμενου ποσοστού της βιομηχανικής παραγωγής στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Παράλληλα, κατεδαφίζει τη δασμολογική προστασία και δημιουργεί, ιδιαίτερα μετά την πτώση του Τείχους, μια παγκόσμια ενοποιημένη αγορά.

Έτσι, για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες, προκειμένου να ξεπεράσει την κρίση κερδοφορίας, η Δύση χρηματοδοτεί τη μεταφορά της βιομηχανικής παραγωγής στην Ανατολή, υιοθετεί μια γενικευμένη απορύθμιση και οικοδομεί ένα τερατώδες και πολυδαίδαλο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μια και ένα αυξανόμενο μέρος των κερδών παράγεται από αυτό το σύστημα και όχι από τη μεταποιητική βιομηχανία. Γι’ αυτό και ο νεοφιλελευθερισμός κατέστη κυριολεκτικά μονόδρομος για το δυτικό κεφάλαιο.

Για να συντηρήσει όμως το κράτος και το επίπεδο κατανάλωσης, μεταβάλλεται σε μια οικονομία γενικευμένου δημόσιου και ιδιωτικού δανεισμού, καταναλωτικά προσανατολισμένου.

Οι χώρες του άλλοτε Τρίτου Κόσμου έπαψαν να αποτελούν απλώς εργαστήρια συναρμολόγησης καταναλωτικών προϊόντων και μεταβάλλονται σταδιακά σε παραγωγούς και προϊόντων που βρίσκονται ψηλά στην τεχνολογική αλυσίδα και τα ελλείμματα του ισοζυγίου εμπορικών ανταλλαγών των χωρών της Δύσης –εκτός Γερμανίας και Ιαπωνίας– έγιναν εκρηκτικά, ενώ διογκώθηκε το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος σε βαθμό που δεν είναι πλέον διαχειρίσιμο. Το αποτέλεσμα είναι μια αλυσιδωτή κρίση, που εγκαινιάστηκε με το σπάσιμο της φούσκας των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, επεκτάθηκε στις τράπεζες όλου του δυτικού κόσμου και, μετά το 2009, μετατράπηκε σε κρίση δημόσιου δανεισμού, με πρώτα θύματα την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία∙ και είναι βέβαιο πως, με τον έναν ή άλλο τρόπο, θα επεκταθεί και σε άλλες δυτικές οικονομίες, ενώ η ίδια η Αμερική μοιάζει να συνταράζεται συθέμελα.

Η ελληνική ιδιαιτερότητα

Προφανώς, εκείνες οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο από αυτή την κρίση υπήρξαν οι χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, και κατ’ εξοχήν η Ελλάδα, οι οποίες, ενώ συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, δεν διαθέτουν τις παραγωγικές δυνατότητες των ισχυρότερων ευρωπαϊκών χωρών, με αποτέλεσμα, μπροστά στην κρίση, να εμφανίζονται εντελώς γυμνές. Ιδιαίτερα η Ελλάδα, που αποτελεί μια «παρασιτική απόφυση»της Δύσης και όχι οργανικό μέρος της, μια χώρα αποικιοποιημένη και ταυτόχρονα ενταγμένη, για λόγους γεωπολιτικούς, στον ευρωπαϊκό πυρήνα, υφίσταται με τον πιο σαρωτικό τρόπο τις συνέπειες της κρίσης, τόσο γιατί η παραγωγική της βάση έχει σχεδόν εξανεμιστεί, όσο και διότι αντιμετωπίζεται από τους δυτικούς της εταίρους ως οιονεί αποικία.

Η Ελλάδα, όντας υποχρεωμένη για γεωπολιτικούς λόγους να συμμετέχει στην ΕΕ, είχε κάνει το κεφαλαιώδες λάθος, εξαιτίας του ευρωκεντρισμού, του εθνομηδενισμού και της ανικανότητας των ελίτ της, να εισέλθει στο σκληρό πυρήνα της Δύσης, με την ένταξη στη ζώνη του ευρώ, ενώ αντίθετα έπρεπε να διατηρήσει αποστάσεις που θα της επέτρεπαν μεγαλύτερη αυτονομία και ευελιξία. Έχοντας ενταχθεί στον σκληρό πυρήνα, γεγονός για το οποίο πανηγύριζαν ηλιθίως οι απαίδευτες «εκσυγχρονιστικές» ελίτ, δεν έχει τη δυνατότητα σήμερα να αρχίσει μια αυτοδύναμη πορεία ανασυγκρότησης της οικονομίας της, παρά μόνο αν και εφόσον περάσει από τα καβδιανά δίκρανα της πτώχευσης, της στάσης πληρωμών, της πιθανής κατάρρευσης.

Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει δυνατότητα να κόψουμε δρόμο και να επανέλθουμε στην προτέρα κατάσταση με κανένα τρόπο. Ούτε με το διαφορετικό «μείγμα πολιτικής» του Σαμαρά, ούτε με τις εύκολες παρόλες για έξοδο από το ευρώ σήμερα, όπως υποστηρίζει ο Λαπαβίτσας, ο Λαφαζάνης κ.ά. Διότι μια τέτοια έξοδος –που είναι πολύ πιθανό να μας επιβληθεί– θα έχει για χρόνια αρνητικές οικονομικές συνέπειες και ανυπολόγιστες γεωπολιτικές. Και είναι εντυπωσιακό, άνθρωποι που επισημαίνουν τον κίνδυνο του νέο-οθωμανισμού, να αγνοούν πως η έξοδος της Ελλάδας σήμερα από την Ευρωζώνη και την ΕΕ θα σήμαινε την παράδοσή μας στον νέο περιφερειακό τομεάρχη που καραδοκεί.

Πρέπει λοιπόν να γίνει ξεκάθαρο πως δεν υπάρχει πλέον άλλος δρόμος από εκείνον της σταδιακής οικοδόμησης ενός νέου μοντέλου οικονομίας και κοινωνίας, που θα αντιστοιχεί στις νέες παγκόσμιες και περιφερειακές συνθήκες και όπου η Ελλάδα θα κατακτήσει σταδιακά επίπεδα αυτονομίας, ικανά να μας οδηγήσουν όντως σε μια διαφορετική οικονομική και κοινωνική πρόταση. Ακόμα και αν εν τέλει μας επιβληθεί η έξοδος από το ευρώ και πιθανώς την ΕΕ, αυτό το αίτημα θα τεθεί με ακόμα πιο έντονο και σαρωτικό επαναστατικό χαρακτήρα.

Το ελληνικό κίνημα των πλατειών μπροστά σε νέα καθήκοντα

Η έκρηξη του κινήματος των ελληνικών πλατειών, αναπόφευκτα πυροδότησε μια συζήτηση σχετικά με το πως μπορεί να «μεταφραστεί» η κοινωνική τους ορμή σε μια πολιτική δύναμη ικανή να ανατρέψει το επικίνδυνο πλέον για την Ελλάδα και τους Έλληνες καθεστώς της ύστερης μεταπολίτευσης.

Όταν βλέπει κανείς ένα κομμάτι του ελληνικού λαού να αμφισβητεί μαζικά τον ρόλο του παθητικού θεατή στον οποίο τον είχε εγκλωβίσει η όψιμη κομματοκρατική μεταπολίτευση, να κατεβαίνει στις πλατείες και να διεκδικεί, –όχι μόνον να «αγανακτεί», αλλά και να συμμετέχει σε δομές αυτό-οργάνωσης και άμεσης δημοκρατίας– αντιλαμβάνεται ότι κάτι βαθύτερο έχει συντελεστεί στην κοινωνία.

Δυστυχώς μέχρι τα τώρα η συζήτηση, δεν απαντά στον βαθύτερο πολιτικό προβληματισμό που έχει ανάγκη το κίνημα. Θα λέγαμε πως ο πολιτικός προβληματισμός καθυστερεί δραματικά όχι μόνο απέναντι στις ανάγκες των καιρών αλλά και στην ίδια τη δυναμική των κινημάτων. Ο πολιτικός λόγιος συνεχίζει να φοράει τα παλιά ρούχα που δεν ταιριάζουν καθόλου στις νέες πραγματικότητες.

Ο καλύτερος τρόπος για να συλλάβουμε την κρίση, είναι να σκεφτούμε γι’ αυτή με όρους οικολογίας. Η κρίση, λοιπόν, έγκειται στο ότι μια μορφή ζωής τελειώνει μέσα σ’ ένα οικοσύστημα που εξαντλείται. Αυτή η μορφή της ζωής είναι το παράσιτο νεοέλληνας, και το οικοσύστημα που εξαντλείται είναι όλα τα δεδομένα, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στους διεθνείς συσχετισμούς, που του επέτρεπαν να υπάρχει και να ευημερεί όλα αυτά τα χρόνια.

Ο νεοέλληνας-παράσιτο γιγαντώθηκε στη μεταπολίτευση και κυριάρχησε απόλυτα στην περίοδο του «εκσυγρονισμού». Και τι πιο χαρακτηριστικό από εκείνο το τρομερό καλοκαίρι του 1974, όταν ο κυπριακός Ελληνισμός βίωνε τον εξανδραποδισμό της εισβολής και της κατοχής και οι ελλαδίτες πανηγύριζαν την πτώση της δικτατορίας, και την τροχοδρόμηση της χώρας στο σύστημα της δυτικής φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας. Εκεί για πρώτη φορά προδιαγράφηκαν οι θεμελιώδεις όροι της μεταπολιτευτικής ευημερίας των Ελλήνων. Ότι αυτή θα είχε πιθανότατα ως τίμημα τη γεωπολιτική, οικονομική και πολιτισμική συρρίκνωση του ελληνισμού, μέχρι να φτάσουμε στο σήμερα, όπου περνάμε ανοιχτά σε καθεστώς άμεσης υποτέλειας.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ολοκλήρωσε και «κοινωνικοποίησε» αυτή την τάση δια της «Αλλαγής». Το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν ότι το σχήμα της «Αλλαγής» π είχε πλέον ξεπεραστεί από την ίδια την κρίση της δυτικής οικονομίας του 1973. Η «Αλλαγή» θεμελιωνόταν σε ταξικές συμμαχίες με τους μη-προνομιούχους, σε μια στιγμή που εξέλιπε ο κεϋνσιανός τρόπος για την αναδιανομή του πλούτου. Ο δυτικός κόσμος αλλά και η Ελλάδα έμπαινε σε μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης. Η λύση ήταν η ελληνική «σοσιαληστεία», δηλαδή η διανομή εισοδήματος δια του δανεισμού από το εξωτερικό και μέσω της διασπάθισης του δημόσιου πλούτου, του εκφυλισμού των θεσμών, της κατασπατάλησης του κοινωνικού και του πολιτικού κεφαλαίου της χώρας από τον κομματικό μηχανισμό. Και πάλι, αυτό που εκχωρούσε η Ελλάδα ήταν η «γεωπολιτική αξία» του «οικοπέδου Ελλάς». Ο Ανδρέας το έπαιζε «αδέσμευτος» μόνο και μόνο για να αυξάνει τη διαπραγματευτική του αξία έναντι των δυτικών, στους οποίους πάντοτε στο τέλος αποδείκνυε την αφοσίωσή του με το αζημίωτο.

Κι όμως, η ασυδοσία και η απροκάλυπτη κλεπτοκρατία που εγκαθίδρυσε, υπονόμευσε όλες τις υγιείς λειτουργίες και τα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας. Η χώρα άρχισε να σαπίζει και δύσκολα μπορούσε να καταστεί βιώσιμη, όπως αποδείχθηκε και από τον οχετό των σκανδάλων που ξέσπασε στα τέλη του 1988. Επί πλέον, έπειτα από το 1989 και την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, οι συσχετισμοί και οι ισορροπίες είχαν μεταβληθεί εντελώς και δεν υπήρχε τρόπος να το παίζει κανείς δήθεν «αδέσμευτος», χωρίς να διαρρήξει τη σχέση με τους δυτικούς.

Ο Μητσοτάκης πρώτος που προσπάθησε να καθιερώσει την ελληνική εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού αλλά απέτυχε, και μετά από ένα σύντομο ανδρεϊκό πρελούδιο –όπου κυριάρχησαν η Μιμή, οι αστρολόγοι και οι καφετζούδες– την λύση έδωσε ο Κώστας Σημίτης με τον περιώνυμο «εκσυγχρονισμό».

Ο εκσυγχρονισμός δεν ήταν τίποτε άλλο από την επικαιροποίηση του κλεπτοκρατικού συστήματος, την προσαρμογή του στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης δηλαδή της χρηματιστικοποίησης του δυτικού καπιταλισμού και της μεταφοράς της υλικής παραγωγής εκτός Δύσεως. Στο εσωτερικό, ευρωπαϊκά προγράμματα και μαύρη εργασία των μεταναστών συντηρούσαν τη σφαίρα της κατανάλωσης, οι τράπεζες, τα δημόσια έργα και ο τουρισμός ήταν ο κινητήρας της οικονομίας, ενώ ο παραγωγικός ιστός αποσαθρώθηκε δραματικά και η ελληνική εργατική τάξη σχεδόν εξαφανίστηκε. Στο εξωτερικό, υιοθετείται ο τυφλός ευρωπαϊσμός και η σταδιακή αλλά αυξανόμενη υποταγή στον νεο-οθωμανισμό. Με αυτό τον τρόπο το ελληνικό παράσιτο γλυτώνει τους κλυδωνισμούς των καταρρεύσεων του 1989 και επιβιώνει στη «νέα εποχή».

Σήμερα όμως, παύουν να ισχύουν όλοι οι όροι που το εξέθρεψαν, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό..

Κατ’ αρχάς, όλο και περισσότεροι Δυτικοί δεν μας θέλουν, κι αυτό έχει να κάνει με μια φοβική, συντηρητική αναδίπλωση της ίδιας της Δύσης. Έχει να κάνει με το ότι η πλανητική της ηγεμονία υποχωρεί και οι άρχουσες τάξεις της Δύσης ρέπουν όλο και περισσότερο προς την εσωστρέφεια, και γυρεύουν την κατοχύρωση των ιδιαίτερων προνομίων τους: Επίταση τον ανταγωνισμών στο εσωτερικό της Δύσης, άνοδος των δεξιών ή και ακροδεξιών απομονωτικών τάσεων, όπως το κλείσιμο των συνόρων, η αμφισβήτηση της Σέγκεν κ.ο.κ. Σε αυτά τα πλαίσια, όλο και περισσότεροι είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα πρέπει να εκδιωχθεί από τη δυτική «οικογένεια».

Δεύτερον, η στρατηγική του παρασίτου «πέτυχε» σε πολλά της σημεία. Οι ελληνικές ελίτ έχουν εκχωρήσει ήδη κάθε γεωπολιτική αξία της χώρας, που πλέον μπορεί να αποτελέσει κομμάτι ευρύτερων διευθετήσεων, μεταξύ της Ευρώπης και της νεο-οθωμανικής Τουρκίας. Η Ελλάδα κινδυνεύει να αποτελέσει μέρος μιας συνολικότερης διευθέτησης της Γερμανίας, με την αναδυόμενη νέο-οθωμανική Τουρκία, γι’ αυτό εξάλλου και προσφεύγει η ανίκανη κυβέρνηση στις ΗΠΑ και το Ισραήλ για αντίβαρο.

Όταν από την κρίση κινδυνεύει το ίδιο το κέντρο του παγκοσμίου συστήματος, τότε δεν υπάρχει περιθώριο για ιδιαίτερη ενασχόληση με τις «συνοριακές» περιοχές. Εάν δεν υπήρχε ο κίνδυνος η ελληνική κρίση να επιταχύνει την κρίση στο κέντρο του συστήματος, μέσω του χρέους και της «επιμόλυνσης» των δυτικών τραπεζών, η Ελλάδα θα είχε ήδη εγκαταλειφθεί από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις στην τύχη της ή μάλλον θα είχε ήδη παραχωρηθεί στον νέο-οθωμανισμό που καραδοκεί.

Ο μετασχηματισμός των αντιθέσεων

Γι’ αυτό και το σενάριο της κατάρρευσης, της πτώχευσης και της εκδίωξης από την ευρωζώνη (ώστε επί τέλους να πραγματοποιηθεί και η επαναστατική προφητεία πολλών οικονομολογούντων) αποτελεί τη μία από τις δύο λύσεις που έχει επιλέξει το σύστημα και η οποία θα εφαρμοστεί αν τα πράγματα επιδεινωθούν. Διότι υπάρχει και μία δεύτερη λύση – δηλαδή να περάσουμε από τον παρασιτισμό στην ανοιχτή αποικιοποίηση, με αντάλλαγμα ένα σχέδιο διάσωσης, με αμφίβολα αποτελέσματα. Και βέβαια τίποτε δεν αποκλείει έναν «συνδυασμό» των δύο λύσεων, δηλαδή και κατάρρευση και αποικιοποίηση.

Έτσι, περνάμε στην έσχατη φάση κατάρρευσης της μεταπολίτευσης, εκείνη της απροκάλυπτης Κατοχής, κατά την οποία ο ξένος παράγοντας θα επιβάλει μια «θεραπεία σοκ» πάνω στην ελληνική κοινωνία, παρόμοια μ’ εκείνη που υπεβλήθη στις χώρες του Ανατολικού μπλοκ μετά την κατάρρευση του 1989, η οποία περιλαμβάνει την εκπτώχευση εκτεταμένων τμημάτων των μεσαίων ελληνικών στρωμάτων και την ολοκληρωτική εκποίηση του εθνικού πλούτου της χώρας.

Υπό το βάρος αυτών των εξελίξεων μετασχηματίζεται το ίδιο το περιεχόμενο της κύριας πολιτικής αντίθεσης που χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία, τουλάχιστον κατά τα τελευταία 15 χρόνια, εκείνης μεταξύ του «εκσυγχρονισμού» και της «παράδοσης». Στον πόλο του ψευδεπίγραφου «εκσυγχρονισμού» συσπειρώνονταν οι δυνάμεις που επιζητούσαν την ισοπέδωση της εθνικής μας ιδιαιτερότητας και την άνευ όρων ενσωμάτωσή μας στον παγκοσμιοποιητικό χυλό, και στον πόλο της «παράδοσης» στοιχίζονταν, συχνά δίχως συνοχή, όλες οι δυνάμεις της αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση.

Αυτή, λοιπόν, η αντιπαράθεση που κατά κύριο λόγο είχε πάρει πολιτισμική χροιά και αφορούσε μάχες για το περιεχόμενο και την ύπαρξη της εθνικής ταυτότητας, την ιστορική μας μνήμη κ.ο.κ. τώρα πολιτικοποιείται. Είναι μια αντιπαράθεση μεταξύ των δυνάμεων της «νέας υποδούλωσης» και των δυνάμεων του «εκσυγχρονισμού της παράδοσης», και έχει κατά κύριο λόγο πολιτική βάση – παρότι η πολιτισμική διάσταση δεν εξαφανίζεται αλλά μετασχηματίζεται.

Ο μετασχηματισμός περιλαμβάνει ανατροπές, αναδιάταξη και επαναπροσδιορισμό των στρατοπέδων. Κατ’ αρχάς, δια του εκφυλισμού των παλαιών διαιρέσεων και των φορέων τους, με πρώτη και καλύτερη εκείνη μεταξύ της μεταπολιτευτικής αριστεράς και της δεξιάς. Η επί της ουσίας σύμπλευση του ΠΑΣΟΚ, του ΛΑΟΣ, της Καθημερινής, της Ντόρας, ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών (όπως οι «32» διανοούμενοι με την επιστολή στήριξης του καθεστώτος), και της Δημοκρατικής Αριστεράς είναι μια τρανταχτή απόδειξη για το τέλος των παλιών διαιρέσεων.

Το ίδιο συμβαίνει και με παράγοντες ή θεσμούς, που είχαν αναλάβει να παίξουν έναν ανασχετικό ρόλο, εναντίον των επιθέσεων του σημιτικού εκσυγχρονισμού, όπως ήταν η Εκκλησία. Σήμερα, κυριαρχούν τα «καθεστωτικά κομμάτια», που μάλλον εκπροσωπούνται από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο και έχουν επιλέξει τον δρόμο μιας εξοργιστικής, νεοφαναριώτικου τύπου «καρτερικότητας». Τη στιγμή που το επίκεντρο της αντιπαράθεσης τείνει να μετατοπιστεί από την αντίσταση στην επεξεργασία μιας νέας πρότασης για τον ελληνισμό, η εκκλησία έχει εγκλωβιστεί μεταξύ του καθεστωτισμού και του στείρου συντηρητισμού δίχως να μπορεί, τουλάχιστον συλλογικά να συμβάλλει στην περαιτέρω εξέλιξη της αντιστασιακής συνείδησης. Διότι σήμερα ή ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να μείνει στο δίλημμα εκσυγχρονισμός ή παράδοση, αλλά να επιχειρήσει επιτέλους έναν εκσυγχρονισμό της παράδοσής της.

Έτσι δεδομένης και της αδυναμίας της λοιπής αριστεράς να προτείνει κάποια εναλλακτική πρόταση καθώς και της παραδοσιακής δεξιάς να προσφέρει κάποια βιώσιμη λύση, –παρότι μοιάζει πιθανό να υπερισχύσει, έστω στα σημεία, σε κάποια μελλοντική πολιτική αντιπαράθεση– το κοινωνικό και πολιτικό τοπίο μοιάζει εντελώς ζοφερό και η πιθανότερη εκδοχή είναι να εισέλθουμε σε μια εποχή γενικευμένου χάους.

Το αυτόνομο λαϊκό κίνημα

Βέβαια, υπάρχει και η πιθανότητα θετικής υπέρβασης, μέσα από την ανάδυση του αυτόνομου λαϊκού κινήματος των ελληνικών πλατειών. Το κίνημα αποτελεί έναν βασικό παράγοντα ανατροπής των δεδομένων πολιτικών συσχετισμών και κατεδάφισης των έωλων πλέον πολιτικών διαχωρισμών. Εξ ου και η ανοιχτή εχθρότητα του ΚΚΕ των… αντιεξουσιαστών και πολλών άλλων, απέναντι στις πλατείες. Γιατί το κίνημα αποδείκνυε το πόσο απομονωμένο από το λαό είναι το κόμμα που παρουσιάζεται ως κόμμα του λαού, ενώ ξεπερνούσε σε ριζοσπαστικότητα τον χώρο που διεκδικεί το μονοπώλιο σε αυτήν, δίχως μάλιστα τις φασίζουσες πρακτικές που διακρίνουν αυτό το χώρο. Γι’ αυτό και ακόμα και οι φορείς του παλιού κόσμου που συμμετείχαν σε αυτό το κίνημα, εκτός ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων, στην πραγματικότητα δεν έπαυαν να εκφράζουν την αντίθεσή τους με την ελληνική σημαία και με το λαϊκό κόσμο ο οποίος επέλεξε να την αναδείξει σε σύμβολο των κινητοποιήσεων.

Σ’ όλα αυτά τα στοιχεία ακριβώς επαληθεύεται και ο αυτόνομος χαρακτήρας του κινήματος. Είναι χαρακτηριστική ως προς αυτό η έρευνα της public issue τον Ιούλιο του 2011, όπου καταγράφεται η εμπιστοσύνη των πολιτών σε συλλογικούς θεσμούς, όργανα και παράγοντες του τόπου. Πρώτοι έρχονται «ο λαός και οι πολίτες» με ποσοστό 54% και δεύτερα τα κοινωνικά κινήματα με ποσοστό 42%. Οι δε παραδοσιακοί θεσμοί της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας έχουν καταποντιστεί, τα συνδικάτα συγκεντρώνουν μόλις 12%, η βουλή 11%, η κυβέρνηση 6% και τα κόμματα 5% !

Αυτός ο αυτόνομος κινηματικός πόλος, τώρα, έχει ανάγκη από νέα πολιτικά εργαλεία προκειμένου να εκφραστεί, εργαλεία που να ανταποκρίνονται στις νέες ανάγκες και να εκφράζουν τις νέες πραγματικότητες. Και προπαντός να κάνει ένα νέο βήμα, από την φάση της «αγανάκτησης» σε εκείνη της σταδιακής διαμόρφωσης ενός νέου πολιτικού προτάγματος, που να αντιστοιχεί στις ανάγκες του κινήματος των πλατειών.

Διότι οι μορφές συγκρότησης του κινήματος, από το τη «Σπίθα» του Μίκη Θεοδωράκη, έως διάφορες πρωτοβουλίες πολιτών είχαν διττό χαρακτήρα. Από τη μια εξέφραζαν το νέο με την έκκληση στην αυτο-οργάνωση, την υπέρβαση των παλιών διαιρέσεων «Αριστεράς-Δεξιάς», την επίκληση της άμεσης δημοκρατίας, κ.λπ. Παράλληλα όμως έμεναν βυθισμένες στον παλιό κόσμο της μεταπολίτευσης, όχι μόνο με τις αυταρχικές και αρχηγικές μορφές οργάνωσης τους, αλλά προπαντός με τη συνάφειά τους με τον μεταπολιτευτικό λαϊκισμό. Γι’ αυτό και οι εύκολες και ανέξοδες επικλήσεις σε άμεσες «επαναστάσεις», «συντακτικές εθνοσυνελεύσεις» «άμεση επιστροφή στη δραχμή», «μεταβολή της Ελλάδας σε ουδέτερη Ελβετία της ΝΑ Ευρώπης» κ.λπ. και η αδυναμία να προωθήσουν συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικού χαρακτήρα, όπως το δημοψήφισμα για το μνημόνιο ή η άμεση πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου.

Σήμερα λοιπόν είναι ανάγκη να αρχίσουν να συγκροτούνται κινήσεις και κινήματα που να συνδυάζουν τη σοβαρότητα στην ανάλυση και την μακροπρόθεσμη στρατηγική –στοχεύοντας σε ένα νέο μοντέλο κοινωνίας και μια δημοκρατική μορφή οργάνωσης– με την επισήμανση συγκεκριμένων και εφικτών τακτικών στόχων· στόχων όπως η απαίτηση της απόρριψης του μνημονίου, η απομάκρυνση της κυβέρνησης Παπανδρέου, άμεσα μέτρα για το μεταναστευτικό, για την απασχόληση και την ανεργία, επιμονή στην αμυντική θωράκιση της χώρας, έμπρακτη άρνηση της φορομπηχτικής πολιτικής κ.λπ. Μόνο έτσι το κίνημα θα αρχίσει να αποκτάει και πολιτικές εκφράσεις που να αντιστοιχούν στο ανατρεπτικό του δυναμικό, και θα αρχίσει να ξεπερνάει την αναντιστοιχία μεταξύ του προχωρημένου αυθόρμητου κινήματος και των καθυστερημένων πολιτικών μορφών του.

Και δεν πρέπει να έχουμε την αντίληψη πως η πολιτική μορφή του κινήματος θα είναι αιωνίως η ίδια, σχεδόν αποκλειστικά επικεντρωμένη στο κίνημα των πλατειών. Διότι οι αντίπαλοι μας έχουν κερδίσει πόντους εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη οργανωμένων δυνάμεων ικανών να εκφράσουν τη δυναμική του κινήματος. Οι εσωτερικοί αντίπαλοί του έχουν εν μέρει κατορθώσει να υπονομεύσουν ένα κίνημα για το οποίο νιώθουν βαθύτατο μίσος, είτε με ανοικτές προβοκάτσιες είτε με τον σταδιακό έλεγχο στους μηχανισμούς αποφάσεων. Διάφοροι επίδοξοι αρχηγοί και φύρερ του κινήματος αποτελούν το ιδεώδες άλλοθι για την παρέμβαση των πρώτων, ενώ απομακρύνουν τον ευρύτερο κόσμο από τις κινήσεις διαμαρτυρίας. Τέλος, το κράτος και η αστυνομία χρησιμοποιώντας τις αλλεπάλληλες προβοκάτσιες, συστηματοποιούν τις επιθέσεις τους ενάντια στο κίνημα για να μη το αφήσουν να επανεμφανιστεί.

Κατά συνέπεια, το κίνημα θα πρέπει να οργανωθεί σε τομείς και με τρόπους που δεν θα επιτρέπουν εύκολα τις προβοκάτσιες και τις κυβερνητικές επιθέσεις. Ήδη έχουν αναπτυχθεί τέτοιες μορφές πάλης, που θα αποτελούν προνομιακή έκφραση του κινήματος την αμέσως επόμενη περίοδο: Συστηματικοί αποκλεισμοί των κυβερνητικών βουλευτών, λαϊκές πρωτοβουλίες για αγορά επιχειρήσεων όπως του νερού στη Θεσσαλονίκη, άρνηση πληρωμής σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως θα πρέπει να γίνει με το νέο φορολογικό χαράτσι, οργάνωση πανελλήνιου μποϊκοτάζ των δημοψηφισμάτων του Γιωργάκη και πρόταση για εναλλακτικό δημοψήφισμα γύρω από την αποδοχή ή όχι του μνημονίου, καθώς και για διεκδίκηση των πολεμικών αποζημιώσεων από τη Γερμανία· τέλος πανελλήνια εκστρατεία συγκέντρωσης υπογραφών με αίτημα την πτώση της κυβέρνηση των κούισλινγκ. Μέσα από ανάλογες πρωτοβουλίες που αποκεντρώνουν, μαζικοποιούν και συγκεκριμενοποιούν το κίνημα, μπορούμε να περάσουμε σε μια νέα φάση, που θα δώσει τη δυνατότητα στο «κίνημα των πλατειών» να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα και να του προσφέρει και τις οργανωτικές δυνατότητες να ανακατακτήσει και τις πλατείες.

Και είναι ανάγκη κάτι τέτοιο να γίνει το συντομότερο δυνατό γιατί μέσα στην γενικευμένη κρίση ακυβερνησίας στην οποία πιθανότατα θα εισέλθει η Ελλάδα την επόμενη περίοδο, η έλλειψη εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων από την πλευρά του κινήματος, μπορεί να προσθέσει στο χάος και την εντροπία, αντί να προτείνει οδούς διεξόδου, ή ακόμα και να αναστήσει ξεπερασμένα πολιτικά κόμματα και απόψεις. Συχνά, σε κοινωνίες που βρίσκονται σε κρίση και κάποτε και σε γενικευμένη παρακμή, τα κινήματα αντίστασης, αν δεν διαμορφώνουν ένα συνεκτικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, απλά μπορούν να συμβάλουν στη γενίκευση ενός χάους που μπορεί να οδηγήσει σε αυταρχικές πολιτικές επιλογές. Σε αυτή την κατεύθυνση λοιπόν θα πρέπει να στραφούν οι προσπάθειες μας. Να συμβάλουμε στη συστηματοποίηση του ανατρεπτικού δυναμικού του λαϊκού κινήματος, σε μια θετική κατεύθυνση και να αποφύγουμε, καταδεικνύοντας τα αδιέξοδά της, τη λογική του χάους και της διάλυσης.

[1] Montesquieu (1721), Considérations sur les causes de la grandeur des Romains et de leur décadence, Garnier-Flammarion, 1968, σ. 145. (Μτφρ. από τα γαλλικά, Γ.Κ.)

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Ἀντὶ νὰ μᾶς κόψῃ ἡ ΔΕΗ τὸ ῥεῦμα, δὲν τὴν …κόβουμε ἐμεῖς; Πῶς ζῶ δίχως …ῥεῦμα!


Αναρτήθηκε από τον/την netakias στο Σεπτεμβρίου 24, 2011


σ.σ.netakia : H"απώλεια"της ΤιΒι θα λύσει και το δημογραφικό...

Ἀπὸ τὴν Φιλονόη ἐκ τοῦ Πόντου

Πῶς ζῶ;

Ζῶ ἢ δὲν ζῶ;

Καὶ γιὰ πόσον καιρό;

Νὰ κόψω τὸ ῥεῦμα ἀλλὰ νὰ ἔχω φροντίσει ὡςτε νὰ μπορῶ νὰ τὸ ἀντιμετωπίσω. Διότι, κακὰ τὰ ψέμματα. Εἶδος πρώτης ἀνάγκης δὲν κόβεται εὔκολα…

Τίθενται λοιπὸν ζητήματα σοβαρά…

Πῶς θὰ ζήσουμε, ποὺ ἔχουμε μάθει νὰ ἔχουμε ἕναν γεμᾶτο καταψύκτη;

Πῶς θὰ δοῦμε τηλεόρασι, ποὺ ἔχουμε μάθει νὰ χαζεύουμε μὲ τὶς ὧρες;

Πῶς θὰ κρατήσουμε τὸ γάλα τῶν παιδιῶν μας σὲ σωστὴ θερμοκρασία;

Πῶς θὰ μαγειρέψουμε; Πῶς θὰ ζεσταθοῦμε; Πῶς θὰ στεγνώσουμε τὸ μαλλί; Πῶς θὰ φτιάξουμε καφέ; Πῶς θὰ κυκλοφορήσουμε νύκτα στὸ σπίτι; Πῶς θὰ πλυθοῦμε; Πῶς θὰ τηλεφωνήσουμε; Πῶς θὰ μποῦμε στὸ διαδίκτυο;

Πολλὰ ἐρωτήματα! Πάρα πολλά! Τὸ ῥεῦμα εἶναι πλέον εἶδος πρώτης ἀνάγκης εἴπαμε! Δὲν ζοῦμε δίχως του. Καὶ ἰδίως τώρα ποὺ μπαίνουμε στὸν χειμώνα….

Ἀλλά… Γιὰ νὰ τὸ ξανασκεφθοῦμε…

Ἐὰν ἀδειάζαμε τὸν καταψύκτη μας τώρα τί θὰ γινόταν; Ὄχι, ἂς μὴν πετάξουμε τίποτα… Ἂς …συντηρήσουμε παραδοσιακῶς!!!

Πρὸ μερικῶν ἡμερῶν ἕνας ἐξάδελφός μου (Πόντιος κι αὐτός, καλή του ὥρα) μοῦ ἔμαθε νὰ φτιάχνω λουκάνικα μὲ δύο τρόπους καὶ νὰ παστώνω ψάρι.

Στὰ λουκάνικα χρησιμοποιήσαμε μίαν ἀπλῆ χειροκίνητη μηχανὴ τοῦ κιμᾶ (ἕνας τρόπος) καὶ ἕνα πάρα πολὺ καλὸ μαχαίρι. (Ἄλλος τρόπος. )

Τί κάναμε; Ὅταν εἴχαμε ἀποφασίσει γιὰ τὰ μπαχαρικὰ καὶ τὰ ἀρωματικά ποὺ θὰ χρησιμοποιούσαμε, τὰ ἀνακατέψαμε μὲ τὸ κρέας, ποὺ εἴχαμε κόψει, καὶ τὰ περάσαμε ἀπὸ τὴν μηχανή τοῦ κιμᾶ. Ἑμπρὸς στὴν «ἔξοδο» τοῦ κιμᾶ, εἴχαμε τοποθετήσει τὸ «ἔντερο» καὶ γεμίζαμε, σταματούσαμε, δέναμε, ξαναγεμίζαμε…

Ὁ ἄλλος τρόπος λίγο ἁπλούστερος. Δὲν χρησιμοποιήσαμε κιμά, ἀλλὰ ψιλοκόψαμε τὸ κρέας καὶ προσθέσαμε τὰ συμπληρωματικά του. Τὸ ἀποτέλεσμα; Περίπου τριάντα λουκάνικα ἀπὸ κρέας σπιτικό, ποὺ ἀνᾷ πάσᾷ στιγμὴ μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν ὡς μέσον προσλήψεως πρωτεΐνης. (Τὰ λουκάνικα ἀνήκουν στὸν ἐξάδελφό μου. Κι ἐγὼ δὲν τὰ τρώγω ποτέ. Ἀλλὰ ὡς ἐμπειρία ἦταν θαυμάσια!!!)

Γιὰ τὸ πάστωμα δὲν θὰ σᾶς πῶ πολλά. Θὰ σᾶς παραπέμψω στὴν σελίδα τοῦ «φτιᾶξτο μόνος σου». Τὰ λένε καλλίτερα. Ἔτσι κι ἀλλοιῶς ἐμεῖς καταπιαστήκαμε μὲ λίγο γαῦρο.

Γενικῶς, ἡ δραστηριότητα μὲ τὸν Κωστάκη, (ἐξάδελφος) μοῦ ἄνοιξε ἕνα παράθυρο. Μοῦ ἔλυσε τὴν ἀπορία γιὰ τὴν συντήρησι τῶν τροφίμων.

Διότι κακὰ τὰ ψέμματα. Τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε ὡς χρῆστες ῥεύματος, εἶναι ἡ διατροφή μας. Συντήρησις καὶ προετοιμασία.

Εὐτυχῶς ὅμως, τὸ ὄσπριο, σημαντικὴ πηγὴ πρωτεϊνῶν, εἶναι κάτι ποὺ μαγειρεύεται εὔκολα καὶ ἀποθηκεύεται ἀκόμη πιὸ εὔκολα. Ῥύζι, μακαρόνι, πατᾶτες…. Τρόφιμα ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς θρεύσουν δίχως νὰ ἀπαιτοῦν ..ῥεῦμα γιὰ συντήρησι!

Τὸ μαγείρεμα μποροῦμε νὰ τὸ ἀναθέσουμε σὲ ἕνα …μάτι ὑγραερίου! Μία συνήθης φιάλη μπορεῖ νὰ μᾶς ταΐσῃ γιὰ δύο ἐβδομᾶδες περίπου, μὲ κόστος περίπου στὰ 12-15 εὐρόπουλα. (Τελικῶς νομίζω πὼς θὰ κάνουμε καὶ οἰκονομία στὸ τέλος! Ἀφῆστε τὴν τηγανητὴ πατάτα! Καλλίτερη ἀπὸ τὸ ὑγραέριο, μόνον στὸν ξυλόφουρνο!!!)

Γενικῶς, ὑπάρχουν λύσεις πάρα πολλές γιὰ τὸ θέμα τῆς διατροφῆς μας, σὲ περίπτωσι ἀποφάσεώς μας νὰ …ἀποχωρήσουμε ἀπὸ τὴν ΔΕΗ.

Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς βρῶ λύσι γιὰ τὴν τηλεόρασι. Τὴν ἔχω σβήσει ἐδῶ καὶ μίαν δεκαετία πλέον. Ἀλλὰ ἀντὶ αὐτῆς μπορῶ νὰ σᾶς προτείνω …σκαλάκια! Τὰ ξέρετε; Ἐγὼ τὰ πρόλαβα. Προσφυγικὸ κατάλοιπο τὸ λέν. Ἀλλὰ ἦταν ὑπέροχα. Ὅλη ἡ γειτονιὰ μία παρέα. (Τότε δὲν εἴχαμε δημοτικὸ φωτισμό.)

Κουβέντα ἔως τὰ ξημερώματα, σπανίως ἀναζητούσαμε κερί ἢ λάμπα πετρελαίου. Δὲν μᾶς ἐνδιέφερε ἄλλως τε. Καὶ στὸ σπίτι κεριά, λαμπίτσες πετρελαίου… Θὰ ἀναρωτιέστε ἐὰν τρελλάθηκα… Διόλου! Τὸ σκέπτομαι σοβαρά! Ἀναπολῶ πράγματι τὴν παρέα τῆς γειτονιᾶς καὶ τὸ κερί. Ἀφῆστε ποὺ εἶναι μία πάρα πολὺ καλὴ εὐκαιρία νὰ γνωριστοῦμε μὲ τὸν …ἄγνωστο γείτονα!!!

Μπαίνει ὅμως κι ὁ χειμώνας… Κρύα… Πῶς νὰ σβήσῃς τὸν καυστήρα;

Κάποτε βρέθηκα σὲ ἕνα ὀρεινὸ καὶ πολὺ χιονισμένο χωριό μίαν Πρωτοχρονιά. Ἤμουν δὲν ἢμουν στὰ 15. Καθόμασταν ἔως ἀργὰ γύρω ἀπὸ μίαν ξυλόσομπα καὶ ὅταν ἔφθασε ἡ στιγμὴ τοῦ ὕπνου, βρεθήκαμε κάτω ἀπὸ ἀπίστευτου ὄγκου σκεπάσματα, βελέντζες, φλοκᾶτες. Ἀσήκωτα ὅλα! Καὶ παγωμένα! Τὸ σπίτι δὲν εἶχε θέρμανσι!

Ἀπὸ τότε τὸ ἔχω ζήσει καὶ τὸ ἔχω ξαναζήσει δεκάδες φορές. Μόνον ἡ πρώτη ἦταν δύσκολη. Μετὰ συνήθισα. Καὶ τώρα μπορῶ νὰ τὸ ξαναζήσω, ἐὰν ἀπαιτηθῇ. Δὲν ἰσχυρίζομαι πὼς εἶναι τὸ καλλίτερο. Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ ἐὰν εἶναι νὰ χάσω τὸ σπίτι, ἂς κάνω ἕναν χειμώνα ὑπομονή. (Ποὺ δὲν τὸ βλέπω γιὰ χειμώνα….)

Ὅλα τὰ ἄλλα τὰ παλεύουμε. Τί θὰ γίνῃ ἐὰν χάσω τὸ τηλέφωνο; Ἢ τὸ κινητό; Ἢ τὸ διαδίκτυο; Ἢ τὸ πιστολάκι; Ἢ……

Ὅποιος δὲν θέλει νὰ ζυμώσῃ…

Ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμη νὰ τὸ ζήσω. Δίχως ῥεῦμα, δίχως ζέστη, δίχως τηλέφωνο κι ὅλα τὰ συναφή… Ἔχει τίμημα… Ἀλλὰ εἶναι μικρὸ σὲ σχέσι μὲ τὸ κέρδος. Διότι τὸ κέρδος θὰ εἶναι σαφῶς μεγαλύτερο! Πάρα πολὺ μεγαλύτερο. Ἀναλογιστεῖτε το!

Τὸ κέρδος δὲν εἶναι στὰ 800 ἢ στὰ 1800 εὐρόπουλα ποὺ δὲν θὰ πληρώσω. Εἶναι ἀλλοῦ καὶ εἶναι πολλαπλό.

Εἶναι στὴν συλλογικότητα… Στὴν συντροφικότητα. Στὴν διαπίστωσι καὶ τὴν συνειδητοποίησι τοῦ κοινοῦ προβλήματος μὲ κάθε μας γείτονα. Στὸ δέσιμο, αὐτὸ ποὺ χάσαμε ὅταν ξεκινήσαμε νὰ τρέχουμε σὰν τρελλοὶ ἀπὸ τὸ πρωΐ ἔως τὸ βράδυ γιὰ τὸν ἐπιούσιον!

Δὲν ξέρω τελικῶς ἐὰν θὰ φθάσῃ ἡ «κυβέρνησις« στὸ σημεῖον νὰ κόψῃ τὸ ῥεῦμα. (Ἡ λύσις τοῦ Παρακαταθηκῶν καὶ Δανείων ἐπίσης δὲν γνωρίζω τί διασφαλίζει.) Καὶ εἰλικρινῶς, δὲν μὲ ἐνδιαφέρει διόλου. Ἐὰν ἀποφασίσουν αὐτοὶ νὰ τὸ προχωρήσουν, τότε κι ἐμεῖς θὰ πρέπῃ νὰ εἴμαστε ἔτοιμοι γιὰ ὅλα.

Τὰ σπίτια μας τὰ ἔχουμε πληρώσει καὶ τὰ ἔχουμε ξαναπληρώσει ἀμέτρητες φορές. Τὸ ἔχουμε κάνει νόμιμα, συνειδητὰ καὶ μὲ τὴν πεποίθησι πὼς δὲν θὰ ἔχουμε τὴν ἀγωνία ὅτι κάποιαν στιγμὴ θὰ πρέπῃ νὰ κληθοῦμε νὰ τὰ ξαναπληρώσουμε. (Δὲν δανειστήκαμε. Ἀγοράσαμε. Μᾶς ἀνήκει! Τέλος!)

Ἂς τελειώσουμε ἐμεῖς τὴν παράστασι. Διότι τὰ κουδουνισμένα ἀδυνατοῦν νὰ ἀντιληφθοῦν τό τέλος τους.

Φιλονόη. shortlink http://wp.me/s1dxAm-oxireyma

Υ.Γ. Μὴν φοβᾶστε. Ἡ ἀποκοπὴ μας ἀπὸ τὸ ῥεῦμα δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ κρατήσῃ γιὰ πολύ. Μόνο ἔως τῆς στιγμῆς ποὺ θὰ νικήσουμε. Διότι τὰ δικά μας ὅπλα εἶναι πὼς εἴμαστε πολλοί!

Τό πείραμα τής Ἀργεντινής. Δέκα χρόνια μετά την θύελλα. Τό ντοκιμαντέρ του Νίκου Αυγερόπουλου


Νέστωρ Κίρχνερ: Ὁ ἄνθρωπος πού ξαναέφερε την αξιοπρέπεια στήν Αργεντινή

Άξίζει τόν κόπο να διαθέσετε δύο ὠρες γιά να δείτε τό ντοκιμαντέρ εδώ

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

ΜΑΖΙ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ. Τής Simone le Baron.


Η αγαπητή μας φίλη, κυρία Simone le Baron, μέ ένα κείμενο γεμάτο αγάπη για την Ελλάδα, μου θύμισε την λέξη "Ανάκρασις", την οποία χρησιμοποιεί ο Γρηγόριος Παλαμάς για να δηλώσει την τέλεια ανάμειξη και την τέλεια αυθυπαρξία ταυτόχρονα. Τέτοια είναι η σχέση τῆς κ. Σιμόν με την Ελλάδα: Διάθεση πλήρους μετοχής στην Ελληνικότητα, με διατήρηση της αγέρωχης Κελτικής ιδιοπροσωπίας.
Κυρία Σιμόν, σάς αγαπάμε, σας ευχαριστούμε καί σας ευγνωμονούμε γιά το κουράγιο που μας δίνετε... 







ΜΑΖΙ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ


Simone LE BARON
Γλωσσολόγος – Καθηγήτρια της γαλλικής γλώσσας
Διπλωματούχος της Alliance Française de Paris
http://simone-le-baron.blogspot.com http://www.academy.edu.gr

Το τελευταίο γράμμα μου την πρώτη Ιουνίου το τελείωνα ως εξής: «A προπό, έχουμε αφήσει μια συζήτηση στη μέση και θέλω να πάω να την συνεχίσω, ένας λαός με περιμένει!» Στις 27 Ιουνίου έφτασα στην Ελλάδα: Το είπα, το έκανα, σας βρήκα. Βρήκα τον Ελληνικό λαό, τους φίλους, τους συμπατριώτες της Ελληνικής Οικουμένης, τους συγγενείς του Ελληνικού γένους. Για δεύτερη φορά σε σημαντική καμπή της Ελληνικής ιστορίας μου ανοίξατε τα σπίτια σας, την αγκαλιά σας, την καρδιά σας.
Συζητήσεις; Κάθε στιγμή, με τον καθένα, παντού, στο τρένο, στα καταστήματα, στις υπηρεσίες, με τους φίλους, δεν αφήνω καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη. Έχει γίνει καθημερινό μου καθήκον και αν πρέπει να περπατήσω σε όλη την Ελλάδα, να μιλήσω στον καθένα από εσάς, θα το κάνω. Θα μιλήσω στους νεόπλουτους και θα τους πω: «Προτού να γίνετε νεόφτωχοι, πουλήστε εκείνη την σπιταρόνα, την βίλα που χτίσατε με δάνειο, πάρτε πίσω τα λεφτά που δώσατε μέχρι τώρα και πηγαίνετε στο χωριό που σας περιμένει το ταπεινό σπιτάκι που γεννηθήκατε με ένα περιβόλι να σας ταΐζει». Ή ακόμα καλύτερα γκρεμίστε την! Αυτές οι βίλες δεν ανήκουν στην ελληνική κουλτούρα, παραμορφώνουν την αέναη ακτογραμμή της Ελλάδος, προσβάλουν τους ναούς, τις κολόνες του Παρθενώνα. Ξέρουμε ότι ο Έλληνας από την Αρχαιότητα θέλει εστία, οίκο, να έχει «δυο κεραμίδια πάνω από το κεφάλι του», αλλά είπαμε «κεραμίδια». Κεραμίδια να σας προστατεύουν από το κρύο, την βροχή, τον ήλιο το καλοκαίρι. Μόνο τα απαραίτητα, όχι τα περιττά: είναι το θεμέλιο του Ελληνισμού.
Ανακάλυψα ένα νέο χαρακτηριστικό σας το οποίο δεν είχα καταλάβει ως τώρα: η αυτοκριτική, ο αυτοσαρκασμός. Νέοι, ηλικιωμένοι, μορφωμένοι και μη, άντρες, γυναίκες, χωριάτες, αστοί, πλούσιοι, φτωχοί, η συζήτηση εξακολουθητικά τελειώνει ως εξής: «Είμαστε παλιολαός, εμείς φταίμε, εμείς τους ψηφίσαμε, εμείς τα πήραμε τα δάνεια, δεν μας υποχρέωσε κανείς, θέλαμε σπίτια, αυτοκίνητα, ταξίδια, πολυτέλεια. Τέρμα, δεν σωζόμαστε, μέχρι εδώ ήτανε, η Ελλάς πεθαίνει». Και εγώ απαντώ εξακολουθητικά: «Μήπως το ξέρανε οι Γάλλοι, όλοι οι πολίτες που ζουν υπό καθεστώς κομματοκρατίας; Στην Γαλλία το κακό έγινε πριν 20 χρόνια αλλά ποιός το ομολογεί; Ποιός θέλει να το αντιμετωπίσει; Πόσο καιρό θέλατε εσείς για να το καταλάβετε; Μόλις σας βρήκε το κακό, αμέσως αντιδράσατε. Και μάλιστα είσαστε παλιολαός, και εγώ μαζί σας, είμαστε παλιάνθρωποι! Άλλωστε, δεν με είχαν προειδοποιήσει οι Γάλλοι; Οι Έλληνες είναι απατεώνες, τεμπέληδες και κλέφτες μου είπαν οι «αψεγάδιαστοι» Γάλλοι. Είμαι και εγώ έτσι τους απήντησα για αυτό πηγαίνω να τους βρω και σας αποχαιρετώ, δεν αντέχω άλλο την τέλεια ηθική σας. Πάω να τεμπελιάσω μαζί τους εγώ που προτιμώ την ταβέρνα, την παρέα, το καλαμπούρι από την δουλειά. Το ωραίο είναι ότι οι Έλληνες δουλεύουν δυο φορές περισσότερο από εσάς και προλαβαίνουν να διασκεδάσουν κιόλας, αυτή είναι μεγάλη απατεωνιά, το παραδέχομαι! Κλέφτες; Ναι, κλέβουν ότι πιο ωραίο βρίσκουν στην ζωή και στην φύση. Όταν όμως θέλησα να τους κλέψω ένα κομμάτι της Ελληνικής ψυχής, μου την χαρίσανε ολάκερη...
Η έννοια του λαού είναι συγχρονική, η έννοια του έθνους είναι διαχρονική. Από την Αρχαιότητα ο Ελληνικός λαός περνάει από μια κατοχή σε μια άλλη. Σήμερα είναι η Αμερικανικό-Ευρωπαϊκή κατοχή. Θα περάσει και αυτή, όπως πάντα. Από την στιγμή που αρχίζει μια κατοχή είναι θέμα χρόνου μόνο για να τελειώσει. Τούτη δεν θα κρατήσει 400 χρόνια! Το Ελληνικό έθνος όμως ήταν, είναι και θα είναι ελεύθερο. Αυτό το έθνος γράφει την ιστορία του για περισσότερο από 3000 χρόνια με την ίδια γλώσσα, στο ίδιο έδαφος. Και σε ποιόν οφείλεται αυτό το θαύμα; Στους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτό το έδαφος από αμνημονεύτων χρόνων μιλώντας αυτή την υπέροχη γλώσσα, όχημα της Ελληνικής σκέψεως. Σε όλα τα σχολεία του κόσμου μαθαίνουν την ιστορία του Ελληνικού έθνους, μόνο που την σταματάνε στην Ελληνική επανάσταση. Σκόπιμα; Μάλλον. Έχουνε βαρεθεί οι «άλλοι» να βλέπουν μια χούφτα αντιστασιακών με το χαμόγελο στα χείλη και την σπίθα στο μάτι να βιώνουν ελεύθερα στο πιο στρατηγικό μέρος της Γης σαν να μην συνέβη τίποτα. Έστω και μόνη μου, χιλιόμετρα να κάνω στο ελληνικό έδαφος, στα χωριά, στο κάθε σπίτι, θα έρθω να σας βρω για να σας πω ποιοί είσαστε διότι τελευταία σας έχουν μπερδέψει. Θέλω να σας πω τι είναι ο Ελληνισμός: απλώς μια μεγάλη, άπειρη συζήτηση μεταξύ σας! Τίποτε άλλο. Ακόμα και τα βουνά σας μιλάνε, το ένα απαντά στο άλλο με την ηχώ. Είναι ο ήχος του Ελληνισμού. Πείτε μου ποιός κατακτητής μπορεί να απαγορεύσει στα βουνά να μιλάνε…
Μια ημέρα που την γνωρίζουν μόνον τα βουνά, ένας πρώτος άνθρωπος έκανε μια ερώτηση στα Ελληνικά σε έναν άλλον, και ακόμα ψάχνουμε την απάντηση. Άρα θα μου πείτε ότι την ημέρα που θα την βρούμε την απάντηση θα πεθάνει ο Ελληνισμός; Όχι βέβαια, διότι την έχετε βρει εδώ και χιλιάδες χρόνια, απλώς σας αρέσει να κάνετε το κορόιδο. Στα τρίσβαθα της Ελληνικής ψυχής την έχετε κρύψει. Κάνω και εγώ τώρα το κορόιδο… Ο Ελληνισμός λοιπόν θα ζήσει!
Θέλω τώρα να σας διηγηθώ μια κοινή ημέρα Ελληνισμού, το καλοκαίρι που μας πέρασε: Καθώς περίμενα το τρένο στην Κόρινθο για να πάω Αθήνα, με πλησίασε ένας παππούς και μου είπε: «Κορίτσι μου, δεν ταξιδεύω εγώ συνήθως αλλά πρέπει να πάω στην Αθήνα να δω την γυναίκα μου που της κάνουν εξετάσεις στο νοσοκομείο. Μπορώ να κάτσω δίπλα σου για να μην χαθώ;» Άλλο που δεν ήθελα εγώ. Αρχίσαμε την συζήτηση. Του μίλησα για το «καθήκον» μου. Με ευχαρίστησε. Θυμάμαι και θα θυμάμαι το βλέμμα του, θαλασσί. Το χαμογέλιο του, ελληνικό. «Ξέρεις εμείς στο χωριό, δεν τους έχουμε ανάγκη τους πολιτικούς. Αυτοί θα μας πουν τι να κάνουμε στο χωριό μας; Τι ξέρουν; Όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα στο καφενείο το συζητάμε. Όλα περνάνε από το καφενείο. Το καφενείο είναι η μικρή Βουλή και το κάθε χωριό, έχει την δική του Βουλή. Έτσι είναι κορίτσι μου: το χωριό μας το αγαπάμε.»
Πέρασα την ημέρα με την Χριστίνα, κόρη μου της Ελληνικής Οικουμένης. Η Χριστίνα είναι 36 χρονών. Όταν έχασε την μάνα της ήταν μόλις 11. Παντρεύτηκε, έκανε δυο παιδιά, αγόρια, και ο άντρας της την άφησε για μιαν άλλη όταν το τελευταίο παιδί ήτανε ακόμα μηνών. Και όταν ο πατέρας της, 65 χρονών, το έμαθε, πέθανε. Η Χριστίνα είναι όμορφη, έξυπνη, μορφωμένη, αξιοπρεπής αλλά αυτό δεν είναι τίποτα: Καλύτερη μάνα δεν έχω ξαναδεί. Αφού ο άντρας της δεν της δίνει δεκάρα, συντηρεί μόνη την οικογένεια δουλεύοντας ως μεταφράστρια την νύχτα όταν κοιμόνται τα παιδιά. Ποτέ δεν παραπονιέται. Εκείνη την ημέρα υποσχέθηκα στον Κωνσταντίνο, τον μεγάλο, 5 χρονών, να τον πάρω μαζί μου ένα απόγευμα στο σπίτι μου όταν θα έχω εγκατασταθεί πλέον στην Αθήνα και θα του κάνω κρέπες όπως το συνηθίζουν στην Βρετάνη. Αρέσουν πολύ στα παιδάκια. Με ένα πολύ σοβαρό ύφος ο Κωνσταντίνος μου απάντησε: «Εγώ θέλω τραχανά. Σαν αυτό που μας έκανε η μαμά το μεσημέρι, αγαπώ πάρα πολύ τον τραχανά!»
Στην επιστροφή καθόταν απέναντι μου μια γιαγιά. Tα είπαμε. Πάλι και εκείνη με ευχαρίστησε. Μου είπε την απλή ζωή της μεταξύ Αθήνας και χωριού. Έχει δυο κόρες. Η μια πέθανε στην ηλικία 37 ετών και από τότε φροντίζει τα δυο παιδιά της που είναι τώρα 22 και 20 χρονών αλλά που έχουν ανάγκη την αγάπη της γιαγιάς. «Ξέρεις, όταν το καλοκαίρι, πρωί-πρωί πριν να αρχίσει ο ήλιος να καίει, πηγαίνω στο περιβόλι να μαζέψω μελιτζάνες, κολοκύθια και διάφορα χορταρικά, ανοίγει η ψυχή μου. Τα βάζω μέσα στην ποδιά μου και μετά επάνω στο τραπέζι της κουζίνας που θα καθίσουν για πρωινό και περιμένω την στιγμή που θα πω στα εγγόνια μου: Τι θέλετε να σας μαγειρέψω σήμερα; Δεν έχω πάει σχολείο, έμαθα από το σχολείο της ζωής ό,τι ξέρω και από την θρησκεία μας που κάνει καλούς ανθρώπους. Αγαπώ την θρησκεία μας».
Τροφή για να βιώνει το σώμα, θρησκεία για να βιώνει η ψυχή και πολιτεία για την συμβίωση. Τόσο δύσκολο είναι; Και αφού ο παππούς του εικοστού πρώτου αιώνα αγαπά την πολιτεία, η γιαγιά του εικοστού πρώτου αιώνα αγαπά την θρησκεία και το Ελληνόπουλο του εικοστού πρώτου αιώνα αγαπά τον τραχανά, το ελληνικό έθνος θα ζήσει! Και αφού οι Φιλέλληνες ανήκουν στο Ελληνικό έθνος θεωρώ μεγάλη τιμή να συνεχίσω μαζί σας αυτή την εξαιρετική ιστορία.

Η ΕΛΛΑΣ ΖΕΙ!