Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008
Μονή Αη Γιώργη Περιστερεώτα
Η μονή τού Αη-Γιώργη τού Περιστερεώτα βρίσκεται στην περιοχή της Γαλίανας της Τραπεζούντας (συστάδα χωριών αριστερά τού δρόμου Τραπεζούντας-Ματσούκας). Κατά την ανταλλαγή έστεκε πυρπολημένο μέν, ακέραιο δέ. Επειτα οι γύρω χωρικοί χρησιμοποίησαν ως οικοδομικά υλικά τίς πέτρες τών τοίχων της, ρίχνοντάς τες από τό ύψωμα πρός τό ρέμα γιά ευκολία. Ετσι, μετά τό 1923 πήρε αυτήν την μορφή ερειπίου.
Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008
Χάρτης Πόντου
Η μονή Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος
Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008
Παναγία Σουμελά
Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008
Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008
Φροντιστήριο Πλατάνων Τραπεζούντας
Ελληνική επιγραφή. Τήν ώρα πού την διαβάζαμε, κατέβηκε καί μας χαιρέτησε ο διευθυντής τού σχολείου. Τού είπα τό νόημα αυτών πού γράφει η επιγραφή. Μάς είπε πως δεν ήξερε ότι είναι Ελληνική. Μετάνοιωσα πού τού την διάβασα.. Φοβάμαι γιά την τύχη της επιγραφής...
Ο Στράβωνας από τη Αμάσεια.
Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008
Φροντιστήριο Τραπεζούντας: Η εκπλήρωση ενός τάματος
Αύγουστος 2008: Η εκπλήρωση τού τάματος..
90 χρόνια μετά , τό όνομα Ιωάννης Πεϊμανίδης ξαναγράφεται στόν πίνακα της αίθουσας...
Ηλίας Καραγκιόζ
Ο Ηλίας Καραγκιόζ κατάγεται από την Λιβερά τής Ματσούκας της Τραπεζούντας, καί μένει εκεί μετά από την συνταξιοδότησή του. Εργάστηκε ως ανθρακωρύχος στήν Γερμανία καί έπαθε σοβαρή πνευμονοπάθεια με αποτέλεσμα να νοσηλεύεται επί τριετία στά Νοσοκομεία. Εκεί διάβασε πάρα πολύ. Είναι ένθερμος φίλος της Αρχαίας Ελλάδας. Εχει γράψει λαογραφικά βιβλία γιά την περιοχή της Ματσούκας, οπου αναφέρει χωρίς καμία αυτολογοκρισία την παρουσία των Ελληνοποντίων πρίν την ανταλλαγή, τίς Ελληνικές ονομασίες τών χωριών, ιστορίες Ελληνοποντιακών οικογενειών από την Λιβερά κ.α. Είναι πιστός μουσουλμάνος, καί κάνει τακτικά τό ναμάζι του (προσευχή).
Στόν πρώτο όροφο τού σπιτιού τού Ηλία Καραγκιόζ, βρίσκεται η μεγάλη καί αξιόλογη βιβλιοθήκη του. Επάνω, επιγραφή πού αναφέρεται στόν Προμηθέα, καί φέρει αναπαράσταση τού πυρσού του.
Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008
Τη Τρίχας τό γεφύριν
ΤΗ ΤΡΙΧΑΣ ΤΟ ΓΕΦΥΡΙΝ
Ακεί πέραν σό Δρακολίμν', σή Τρίχας τό γεφύριν,
χίλιοι μαστόρ' εδούλευαν και μύριοι μαθητάδες.
Όλεν τήν μέραν έχτιζαν, τή νύχτα εχαλάουντον.
Οι μάστοροι εχαίρουσαν, θε να πλεθύν' η ρόγα,
οι μαθητάδες έκλαιγαν, τσι κουβαλεί λιθάρια.
Κι ατός ο πρωτομάστορας νουνίζ' νύχταν κι ημέραν.
Ντο δίεις με, Πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ'
- Αν δίγω σε τον κύρην μου, άλλον κύρην πα 'κ' έχω!
- Ντο δίεις με, Πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ' ;
- Αν δίγω σε τη Μάνα μου, μάναν άλλλο πα 'κ' έχω!
- Ντο δίεις με, Πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ' ;
- Αν δίγω σε τα πουλόπα μ', ζωήν ατά 'κ' εγνώρσαν!
- Ντο δίεις με, Πρωτομάστορα και στένω το γεφύρι σ' ;
- Θα δίγω σε την κάλη μου. Καλύτερον ευρήκω!
Μενεί και λέει την κάλην ατ', αγλήγορα να έρται.
'Κόμαν τον Γιάννεν 'κ' έλουσεν και σο κουνίν 'κ' εθέκεν,
'κόμαν τα χτήνια 'κ' έλμεξεν, τα μουσκάρια 'κ' εδέκεν.
Διπλομενεί την έρημον με τ' άοικον πουλόπον:
Σάββαν να πάει σο λουτρόν, την Κερεκήν σον γάμον
και την Δευτέραν το πουρνόν, αδά να ευρισκάται.
Σάββαν επήγεν σο λουτρόν, την Κερακήν σον γάμον
και την Δευτέραν το πουρνόν σο Δρακολίμν' ευρέθεν.
- Καλή μ', ακεί σο Δρακολίμν', ερούξεν το σκεπάρι μ',
ήν ποίος μπαίν' και παίρ' ατό, θα εν τ' εμόν η κάλη.
Πέντε οργέας κατηβαίν' και με την τραγωδίαν,
και άλλα πέντε κατηβαίν' με την μοιρολογίαν.
- Κι άρ 'κι πονώ τα κάλλια μου, κι άρ 'κι πονώ τη νέτε μ',
πονώ και κλαίγω το πουλί μ' ντ' εφέκα κοιμισμένον.
Πώς τρομάζνε τα γόνατα μ', να τρομάζ' το γεφύρι σ'.
Κι άμον ντο σείουν τα μαλιά μ', να σείουν οι διαβάτοι.
Κι άμον ντο τρέχνε τα δάκρυα μ', να τρέχ' και το ποτάμιν!
- Ευχέθ' καλή μ'. Ευχέθ' καλή μ'. Ευχέθ', μην καταράσαι,
Αδέλφια έεις σην ξενειτιάν, έρχουνταν και διαβαίνε.
- Κι άμον ντο στέκνε τα γόνατα μ', να στέκει το γεφύρι σ'.
- Κι άμον ντο στέκνε τα μαλιά μ', να στέκνε οι διαβάτοι.
- Κι άμον ντο στέκνε τα δάκρυα μ', να στ'εκει το ποτάμι!
Τρί' αδελφάδες έμνες εμείς κι οι τρεις καταραμένοι.
Είνας, έχτσεν την Άδεσσαν κι άλλε το Δεβασίριν
κι εγώ η τρικατάρατος, τη Τρίχας το γεφύριν!
Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008
ΧΟΡΟΣ ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΠΑΡΧΑΡΙΟΥ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΝΩΝ
Εκ των υστέρων προστέθηκε καί η μουσική καθώς ο εικονιζόμενος εντόπιος πόντιος πήρε την λύρα από τά χέρια τού ορχούμενου Χάμπου, καί άρχισε νά παίζει.
Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2008
Ο ΠΑΠΟΥΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 40 ΧΡΟΝΙΑ
Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ : "ΤΟ ΧΡΕΟΣ 'ΙΜ"
Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΗΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΟΥ
Ο πατέρας μου Γιάννης Πολυχρονίδης (1929-1990), καί η γιαγιά μου Αλεξάνδρα Πολυχρονίδου (1900-1985), στό χωριό μας Λεκάνη Καβάλας, γύρω στό 1980.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΪΜΑΝΙΔΗΣ : Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ
ΑΜΕΛΕ ΤΑΜΠΟΥΡΟΥ
Το τρένο φεύγει και σφυρίζει.
Μονάχος σ’ άγνωστο σταθμό στου Ερζερούμ την χώρα,
Στα στήθια σου η καρδιά χορεύει εδώ και ώρα
Καθώς κρυφάκουγες των δολοφόνων τις πλεκτάνες,
Θανάτου μήνυμα θα φέρει θρήνο στων ρωμιών τις μάνες .
Γλύτωσες την σφαγή του τρένου πού μακριά ματώνει
Δυό μαύρα χρόνια στο φριχτό της κόλασης καζάνι
Πού αντί για φλόγες παγωνιά κι αίμα ζεστό ξερνάει,
Στο τάγμα του θανάτου ο χάροντας γλεντάει,
Τά ζωντανά τα σκέλεθρα πού σπάζουν πέτρες τυρανάει.
Τρύπια κουρέλια πάνω σου η στολή σου,
Στάζει απ τις τρύπες κάθε μέρα η ψυχή σου,
Σαν νεφελώδες όνειρο η Ματσούκα σε στοιχειώνει
Όμως για σένα Γιάννη το μαρτύριο δεν τελειώνει..
Ο ΤΑΟΥΛΤΣΗΣ Ο ΓΙΩΡΙΚΑΣ
Γιά τον παπού μου Γιώργο Πολυχρονίδη, από τό βιβλίο του Λάζαρου Καλταπανίδη "Λεκάνη, τό χωριό τών γραμμάτων". (κάντε κλίκ στίς εικόνες)
Να γεννηθεί προτού πεθάνει
του Γιώργου Πολυχρονίδη
Στόν Γιωρίκα απ τά Κοτύλια τής Γκιουμουζχανάς (14 Σεπτεμβρίου. Ημέρα μνήμης τής Γενοκτονίας τού Μικρασιατικού Ελληνισμού)
Βλέπω την πλάτη σου ασθμαίνουσα να τρέχει
στής ανηφόρας την απότομη ραχούλα
ήρθαν ζαπτιέδες στρατιώτη να σε πάρουν
στά μαύρα τάγματα
πού θάνατο μοιράζουν
Κρύβεσαι στό ταβάνι του σπιτιού σου,
χλιαρή αγκάλη φρούδας προστασίας
οσμίζεσαι την σκόνη των αλόγων
των αμαχων τά πλήθη πού
μαντρώνουν.
μαύροι αναβάτες σμπρώχνουν καί ουρλιάζουν
κόσμο μες το σχολειό καταχωνιάζουν
Κλάματα νήπιων, γυναικών βοή καί θρήνος,
και η απειλή στού δήμιου το στόμα:
“πές μου πού κρύβεται ειδάλλως σε ξεσχίζω”
λέει καί το ξίφος στήν κοιλια της ακουμπάει, μέσα ζωή οκτάμινη σκιρτάει,
καί πρίν την γέννα θάνατο μυρίζει.
Κραυγή απ τά στήθια σου
τον ουρανό τραντάζει:
“Άφσον ατς, έπαρ εμέ ντό θέλτς” καί κατεβαίνεις
τρέξε το μακελειό Γιωρίκα να προλάβεις, τρέξε σαν
άνεμος τον δήμιο να κρατήσεις,
τρέξε βλαστέ του Πόντου
να γλυτώσεις
τον νέο βλαστό, να γεννηθεί προτού πεθάνει.
ΜΑΤΣΟΥΚΑ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ
ΛΕΚΑΝΗ ΚΑΒΑΛΑΣ
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
ΓΙΑ ΤΗΝ 14η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
1. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΟΥ. 1900-1985
Γεννήθηκε στά Κοτύλια τής Αργυρούπολης τού Πόντου
Ηρωΐδα μάννα 7 παιδιών.
Αφθαστη στήν ταχύτητα στίς αγροτικές εργασίες.
Επλυνε, τάϊσε καί φιλοξένησε εκατοντάδες περαστικούς από τό χωριό Λεκάνη Καβάλας, πού τούς μάζευε ο σύζυγός της
Γιώργος Πολυχρονίδης σάν δέν είχαν πού νά μείνουν..
Αγωνίστηκε νά μεγαλώσει τά παιδιά της , μόνη της μετά τήν εκτέλεση τού συζύγου της τό 1947.
Ελεγε στό εγγονό της Γιώργο:
” Γιωρίκα, όντες θά ίνεσαι γιατρός, κι θα περτς παράδας α σί φτωχούς”
Γιώργο, όταν θά γίνεις γιατρός, δέν θά παίρνεις χρήματα από τούς φτωχούς,
“Γιωρίκα, πούλι ‘μ, όντας πέρτς γομώντς τήν τσόπα ‘σ.
όντας δείς, γομώντς τήν ψή ‘σ
Γιώργο, παιδί μου, ΟΤΑΝ ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΓΕΜΙΖΕΙΣ ΤΗΝ ΤΣΕΠΗ ΣΟΥ
ΟΤΑΝ ΔΙΝΕΙΣ ΓΕΜΙΖΕΙΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΟΥ
Ηξερε μόνο νά δίνει. Αιωνία της η μνήμη
2. ΠΕ”Ι ΜΑΝΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ 1900-1968
Γεννήθηκε στό χωριό Κοσπιδί τής Ματσούκας τής Τραπεζούντας τού Πόντου.
Φοίτησε στό Φροντιστήριο τής Τραπεζούντας καί μετά τήν ανταλλαγή στήν Ακαδημία Αλεξανδρούπολης.
Υπηρέτησε δύο χρόνια στά Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού) όπου οδηγούνταν οι στρατευμένοι στόν Οθωμανικό Στρατό χριστιανοί. Επιβίωσε αυτός καί οι χωριανοί του, γιατί σάν ο μόνος εγγράμματος, ήταν σιτιστής στό τάγμα του καί φρόντισε ώστε νά μήν πεθάνουν από τήν πείνα.
Παντρέυτηκε τήν Ελένη Κοταλακίδου κάι έκαναν εξι παιδιά .
Τό πρώτο του παιδί, η Δεσποινούλα, πέθανε μέσα στόν ναό τού Αγίου Γρηγορίου τής Τραπεζούντας, από εξανθηματικό τύφο. Εκεί “συνοστίζονταν” επί δίμηνο οι πρόσφυγες, περιμένοντας τό πλοίο γιά τήν Ελλάδα. Εκεί πέθαναν καί οι δύο γονείς του απο την ιδια αιτία. Η Ελένη αρώστησε καί δέν μπόρεσε νά πάει στήν ταφή τού παιδιού της. Μιά ζωή γι αυτό μοιριλογούσε. Αργότερα, είχε τήν ευκαιρία νά πάει στήν κηδεία τού δεύτερου της παιδιού..
Αγωνίστηκε, όπως όλοι τότε, σάν αγρότης καί σάν δάσκαλος νά σταθούν στά πόδια τους στήν Λεκάνη Καβάλας. Σάν δάσκαλος έδωσε τήν ψυχή του. Η Λεκάνη ονομάστηκε “Τό χωριό τών γραμμάτων”
Ηξερε μόνον νά δίνει. Αιωνία του η μνήμη.
3. ΠΟΛΥΧΡΟΝΪΔΗΣ ΓΙΩΡΙΚΑΣ 1898-1947
Γεννήθηκε στό χωριό Κοτύλια τής Αργυρούπολης τού Πόντου.
Τό παλικάρι τού χωριού, καί ο πρώτος μαθητής
Φυγόστρατος μετά από τό 1914. Από τούς 18 πού στρατεύτηκαν από τό χωριό του, γύρισαν ζωντανοί μόνο οι 2
Επί χρόνια οι χωροφύλακες προσπαθούσαν νά τόν στρατεύσουν καί δεν τά κατάφερναν
Παντρεύτηκε τήν Αλεξάνδρα.
Αγρότης, καλαϊτσής, πρακτικός γιατρός μά πάνω απ όλα αφθαστος ταουλτσής.
Φανατικός Βενιζελικός. Πολέμησε στόν Στρυμόνα τό 1935, μέ τό κίνημα τού Βενιζέλου. Πρός τιμήν τού εκτελεσθέντος τότε ταγματάρχη Βολάνη, ονόμασε τό τελευταίο του κορίτσι Βολάνα. Τότε καθαιρέθηκε από πρόεδος τού χωριού του.
Γλύτωσε από εκτέλεση τό 1944 στό Κιλικίς, γιατί ο ένας από τούς ΠΑΟτσίδες πού θά τόν εκτελούσαν τόν ρώτησε : “Εσύ δέν είσαι ο Πολυχρονίδης από τήν Λεκάνη; Εγώ φιλοξενήθηκα στό σπίτι σου” καί τόν φυγάδευσε.
Δέν γλύτωσε από τήν εκτέλεση τό 1947, όταν οι παρακρατικοί
τού χωριού του τόν απήγαγαν από τό χωράφι, καί τόν κρέμασαν από ένα δέντρο ως κομμουνιστή.
Δέν μασούσε τά λόγια του.
Ηξερε μόνον νά δίνει. Αιωνία του η μνήμη.
4. ΕΛΕΝΗ ΠΕ”ΙΜΑΝΙΔΟΥ 1902-1987
Γεννήθηκε στήν Κοσπιδί τής Ματσούκας τής Τραπεζούντας τού Πόντου.
Γυναίκα τού Γιάννη. Ηρωϊδα τής φτώχιας καί τής προσφυγιάς όπως οι περισσότερες, τότε.
Φιλομαθέστατη, ίσως η μόνη γυναίκα από τό χωριό της πού επιχείρησε νά πάει στό σχολείο. Τά αδέλφια της πού ντρέπονταν γι αυτό τήν μάλωσαν. Εκείνη επέμενε καί πήγε τήν πρώτη μέρα. Κατά τήν διάρκεια τού μαθήματος, καί ενώ έξω γινόταν χαλασμος από βροχή καί αστραπόβροντα, φώναξε : “Κϋριε, κύριε, έξω ρούζνε γιλδιρίμεα” ( έξω πέφτουν κεραυνοί). Τά αδέλφια της προσβλήθηκαν, καί στήν επιστροφή τήν πέταξαν στό ποτάμι..Δέν ξαναπήγε..
Εμαθε νά κουτσοδιαβάζει στά 50 της..
Ηξερε μόνον νά δίνει. Αιωνία της η μνήμη..