Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Κύριες και κύριοι, λέγομαι Vahit Tursun. Γεννήθηκα 1966 στο χωριό Ότσενα (Όκενα), σημερινό "Köknar" κοντά στην κωμόπολη Κατωχόρι (Caykara), στην περιοχή της Τραπεζούντας. Με την λέξη ‘πουλόπομ’ άνοιξα τα μάτια μου στον κόσμο. Μέχρι επτά χρονών μιλούσα κάποια γλώσσα πού δεν ήξερα τι είναι. Ξεκίνησα να μάθω τα Τουρκικά στο δημοτικό σχολείο. Τότε κατάλαβα πως μιλούσαμε μία άλλη γλώσσα. Τότε ξεκίνησα να αναρωτιέμαι για την μητρική μου γλώσσα. Ρωμαίικα την λέγανε.
Στα 21 μου χρόνια, πρώτη φορά συνάντησα κάποιον έλληνα από την Πόλη και από τον οποίον έμαθα, πώς την γλώσσα μου την λένε Ποντιακά και ομιλείται από πολλούς στην Ελλάδα.
Στα 22 μου χρόνια συνάντησα κάποιους Έλληνες τουρίστες. Τους πέτυχα την ώρα που έμπαιναν στο λεωφορείο για αναχώρηση. Μπήκα μέσα και φώναξα δυνατά, αν γνωρίζει κανείς ποντιακά. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με ρώτησε από πού είμαι. Όταν της απάντησα ‘από την Τραπεζούντα’, σηκώθηκε από την θέση της και ήρθε με αγκάλιασε τόσο σφιχτά και τόσο ζεστά, σα να ήμουν παιδί της, που είχε χρόνια να δει. Συγκλονίστηκα. Σκέφτηκα πώς πρέπει να είναι όμορφα, φιλόξενα εκεί στην Ελλάδα.
Ήρθα στην Ελλάδα
Τελικά, στα 23 μου χρόνια, δηλαδή, σχεδόν σε παιδική μου ηλικία, αποφασίζω να ταξιδέψω στην φιλόξενη χώρα που ονειρευόμουν για μία καλύτερη ζωή. Έτσι μπαίνω στην Ελλάδα στις 25.11.1989. Ήταν η πρώτη φορά που έπρεπε να χρησιμοποιώ μία γλώσσα που την μιλούσαμε κρυφά ανάμεσα στον λαό της Τουρκιάς, μία γλώσσα που όταν μας ρωτούσαν γι’ αυτήν, λέγαμε ότι είναι Λαζική, για να γλιτώσουμε από διάφορες προσβλητικές ερωτήσεις και για να ξεφύγουμε από τυχόν ταπεινώσεις. Ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερα πια, θα χρησιμοποιούσα τη γλώσσα του χωριού μου, τη γλώσσα της μανούλας μου, τα Ρωμαίικα μου, σε μία ξένη χώρα για να συνεννοηθώ. Το τί χαρά είχα τότε και τί αισθήματα κουβαλούσα δεν εξηγείται.
Βρήκα δουλειά
Ένα μήνα περίπου έψαχνα δουλειά και αφού είχε τελειώσει και η βίζα μου, δεν μπόρεσα να κουνηθώ πουθενά. Ύστερα βρήκα μία δουλειά σε μία οικοδομική εταιρία στην οποία δούλευα ως εργάτης, ενώ ήμουν μάστορας. Επειδή ήμουν μικρός, δεν με πίστευαν ότι καταφέρνω καλά κάποια δουλειά. Έτσι πέρασαν τρεις μήνες περίπου και μόλις στάθηκα όρθιος οικονομικά, άρχισα να ψάχνω του πόντιους. Ήθελα πολύ να τους βρω και να τους μιλήσω. Ήξερα ότι θα μάθαινα αρκετά από την ιστορία τους που είχε και άμεσα σχέση με την ιστορία των προγόνων μου. Αλλά πριν ξεκινήσω να μαθαίνω κάτι από την ιστορία, έπρεπε να τους πω για το πρόβλημα μου με την άδεια παραμονής. Διότι από καιρό είχε τελειώσει η βίζα που είχα και πλέον έμενα λαθραία στην Ελλάδα.
Ο πρώτος Ποντιακός Σύλλογος που πήγα
Ρωτώντας μερικούς ανθρώπους πού μπορώ να βρω πόντιους ή ποντιακούς συλλόγους, με κατευθύνανε στην Καλλιθέα. «εκεί θα βρεις αρκετούς πόντιους» μου είπανε. Το πόσο αγωνία είχα δεν λέγεται. Θα έβρισκα Έλληνες πολίτες, με τους οποίους ήμουν πατριώτης. Με τους οποίους είχα ιστορική σχέση. Θα μου λέγανε για την ιστορία και εγώ θα μάθαινα για τους προγονούς μου. Θα άκουα πράγματα που δεν είχα ακούσει από την ημέρα που είχα γεννηθεί.
Τελικά πείρα το τρένο από την Ομόνοια και κατέβηκα στην Καλλιθέα. Ρωτώντας πάλι τους ανθρώπους, με κατεύθυναν στο σύλλογο «Αργοναύτες Κομνηνοί». Δεν θυμάμαι καλά αλλά νομίζω ένα απόγευμα ήταν. Όταν έφτασα στην είσοδο του συλλόγου, κόντεψα να πάθω καρδιακό από την αγωνία μου. Σκεπτόμουν ποίους θα συναντήσω και τι θα τους πω. Τι κουβέντα θα πιάσουν μαζί μου και τι να τους πω. Τελικά μένω μέσα. Στο τραπέζι καθόταν μία κυρία. Μόλις με είδε, «ορίστε, τι θέλετε;» μου είπε. Ξεκίνησα να της λέω από που είμαι και πως θέλω να γνωρίσω τους πόντιους. Της είπα και το πρόβλημα μου με την άδεια παραμονής. Η κυρία αυτή, φάνηκε ψυχρή απέναντι μου. Δεν με ρώτησε και πολλά πράγματα. Μου είπε ότι δεν μπορεί κανείς από το σύλλογο να βοηθήσει στο πρόβλημα με την άδεια παραμονής. Μου έγραψε μία διεύθυνση πίσω από μία παλαιή πρόσκληση του συλλόγου και μου την έδωσε. Μου είπε κάτι αλλά δεν κατάλαβα και καλά. Δεν ήξερα και καλά Ελληνικά ακόμη. Εγώ νόμισα ότι με στέλνει κάπου, ώστε εκεί θα βρω κάποιον ο οποίος θα με βοηθήσει. Τελικά φεύγω από εκεί και την άλλη μέρα, δείχνοντας το γράμμα που ήταν πίσω από την πρόσκληση σε κάποιους, με κατεύθυναν σε ένα κτίριο δίπλα στο σύνταγμα. Μπαίνω μέσα και στην είσοδο υπήρξε ένα μικρό δωματιάκι με τζάμι μπροστά. Από την τρύπα με ρώτησε ο υπάλληλος ποιον ψάχνω. Του έδωσα την πρόσκληση που μου έδωσε η κυρία από τον σύλλογο. «Εδώ είναι αυτό που ψάχνεις αλλά τι θέλεις εδώ και ποίον ψάχνεις» με ρώτησε ο κύριος που καθότανε μέσα. Κατάλαβα πως κάτι δεν πάει καλά. Του ζήτησα την πρόσκληση πίσω και αμέσως αποχώρισα από εκεί. Άρχισα να αναρωτιέμαι για το τι έγραφε πίσω από την πρόσκληση. Κατέβηκα στο καφενείο όπου σύχναζα και βρήκα κάποιον κούρδο που ήταν χρόνια εδώ στην Ελλάδα και ήταν πολιτικός πρόσφυγας με τον οποίον λίγο πολύ είχα γνωριστεί. Τον παρακάλεσα να μου διαβάσει και να μου εξηγήσει τι έγραφε πίσω από την πρόσκληση. Μου είπε ότι πίσω στην πρόσκληση είναι γραμμένη η διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών και τίποτα άλλο. Έπαθα σοκ. Πικράθηκα κιόλας. Αυτήν την κυρία που συνάντησα στο σύλλογο, της είχα πει ότι δεν έχω άδεια παραμονής. Αυτή με στέλνει έτσι όπως ήμουν λαθραίος στην χώρα, στο στόμα του λύκου.
Μέχρι σήμερα, μάλλον πέντε φορές βρέθηκα σε αυτόν τον σύλλογο για κάποιες εκδηλώσεις αλλά δεν έτυχε να γνωρίσω με κανέναν. Μάλλον φαίνετε πώς δεν κατάφερα να τους δώσω τον αέρα του Πόντου που έφερα μαζί μου. Αν έχω γνωριστεί με κάποιον από τον σύλλογο «Αργοναύτες Κομνηνοί» που δεν τον θυμάμαι, ας με συγχωρέσει.
Βρήκα δικούς μας ανθρώπους
Μετά από την άτυχη προσπάθεια μου με τον σύλλογο «Αργοναύτες Κομνηνοί», συνέχισα να ψάχνω να βρω τους Πόντιους. Μία μέρα ρωτώντας κάποιους, με κατεύθυναν προς το Μενίδι. «Εκεί όλοι Πόντιοι είναι» μου είπαν. Αμέσως παίρνω ένα ταξί και πάω στο Μενίδι. Ρωτάω την διεύθυνση του συλλόγου και με κατευθύνουν. Τελικά βρίσκω τον σύλλογο. Ήταν ακόμη κλειστός. Κάνοντας βόλτες εκεί γύρω για να περάσει η ώρα, ώστε να ανοίξει ο σύλλογος και να έρθει ο πρόεδρος, παρατήρησα πώς κάποιοι γέροι μαζί με τις οικογένειες τους, κάνοντας και αυτοί βόλτες γύρω από τον σύλλογο, μιλούσαν την δική μας γλώσσα. Δηλαδή τα Ρωμαϊκά. Μία στιγμή έπαθα ένα γλυκό σοκ. Αφού μήνες ήταν πού δεν είχα ακούσει την μητρική μου διάλεκτο, την είχα επιθυμήσει πολύ. Ειλικρινά, την Ελλάδα δεν την αισθάνθηκα ως ξένη χώρα, όμως από τη στιγμή που άκουσα τα Ποντιακά, πλέον αισθάνθηκα σαν να ήμουν σε ένα γειτονικό χωριό του Πόντου. Άλλωστε πριν να έρθω στην Ελλάδα, είχα βρεθεί σε Αραβικές χώρες με τον πατέρα μου, είχα πάει και στην Περσία μόνος μου και γι’ αυτό ήξερα το «ξένο» πώς είναι.
Προσπάθησα λοιπόν να μείνω κοντά σε αυτήν την οικογένεια για να ακούσω την όμορφη γλώσσα μου. Μία στιγμή αυτοί με παρατήρησαν και νόμισαν ότι τους παρακολουθώ σκόπιμα. Άρχισαν να με κοιτάνε. Τότε, εγώ ντράπηκα και αναγκάστηκα να τους μιλήσω. Τους ρώτησα: «με συγχωρείτε, από πού είστε;» Μου απάντησαν πώς ήρθαν από ένα μέρος της Ρωσίας. «Σας ακούω να μιλάτε μία γλώσσα σαν την δική μου, γι’ αυτό προσπαθώ να ακούσω την ομιλία σας» τους είπα. Ύστερα διακόπηκε η συζήτηση. Έκαναν οικογενειακό περίπατο και εγώ ήμουν περιττός. Εξ άλλου δεν ήξεραν και από που είμαι. Ίσως να νόμισαν ότι είμαι ντόπιος. Διότι είχαν έλθει πρόσφατα από την Ρωσία και πολύ πιθανόν να μην ήξεραν Νεοελληνικά.
Ο πρόεδρος με φέρθηκε πολύ φιλικά
Σε μερικά δεκάλεπτα λοιπόν, έρχεται ο πρόεδρος του συλλόγου και εγώ απευθύνομαι σε αυτόν. Του λέω από που είμαι και του εξηγώ το πρόβλημα μου με την άδεια παραμονής. Ο πρόεδρος μόλις άκουσε ότι είμαι από την Τραπεζούντα, έπαθε ένα σοκ που όσο παρέμενα εκεί κοντά του, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Η συμπεριφορά του ήταν πάρα πολύ φιλική. Στη ζωή μου πρώτη φορά ένοιωσα να μου δίνει τόση σημασία ένας άνθρωπος. Τελικά παίρνει τηλέφωνο σε δύο τρεις και μίλησε για μένα και για το πρόβλημα μου. Μάλλον τον παρέπεμψαν σε κάποιον άλλον, τον οποίον δεν τον έβρισκε στο τηλέφωνο. Με κέρασε ένα καφέ και πιάσαμε κουβέντα. Ότι του έλεγα, ενθουσιαζόταν. Για μένα αυτά που ήταν συνηθισμένα, αυτόν τον σοκάρανε. Με ρωτούσε διάφορα για μας εκεί στον Πόντο. Τελικά αφού δεν βρήκε το άτομο που έψαχνε και επειδή εγώ έπρεπε να φύγω, διότι η ώρα είχε περάσει, μου έδωσε το τηλέφωνο του σπιτιού του και μου είπε να τον πάρω σε μία δυο μέρες για να μου πει ποιον να πάω να βρω, ώστε να με βοηθήσει. Επειδή από τον πολύ ενθουσιασμό μόνο αυτός ρωτούσε και εγώ απαντούσα, δεν βρήκα την ευκαιρία να ρωτήσω το όνομα του. Τελικά αποχώρισα από εκεί και έφυγα για την Ομόνοια, όπου λίγο παρακάτω ήταν και το σπίτι που έμενα. Σε δύο μέρες πού ήθελα να τον πάρω τηλέφωνο για να ρωτήσω το τί έγινε, δεν ήξερα ποιον θα αναζητήσω στο τηλέφωνο. Δείχνω την κάρτα που μου έδωσε σε κάποιον κύριο και του ζήτησα να μου διαβάσει το όνομα. «Θεόδωρος Κϊαχόπουλος» γράφει στην κάρτα μου είπε. Ίσως στο μικρό του όνομα να κάνω λάθος αλλά το επίθετο το θυμάμαι καλά.
Απόκτησα την πρώτη μου Άδεια Παραμονής
Τελικά η διεύθυνση που μού είπε να πάω, ήταν το «Υπουργείο Πολιτισμού Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού». Μου είπε: «Εκεί να πάς να βρεις τον κύριο Δημήτρη Φίλη» ο οποίος ήταν Γενικός Γραμματείας. Η διεύθυνση αυτή, παλιά ήταν πάνω στην οδό Αχαρνών, τώρα δεν ξέρω αν είναι ακόμη εκεί. Όταν πήγα εκεί και ανέβηκα στον πρώτο όροφο, ζήτησα τον κ. Δημήτρη Φίλη. «Δεν ήρθε ακόμη» μου είπαν. Ύστερα με ρώτησαν γιατί τον ψάχνω και τους είπα το πρόβλημα μου. Οι υπάλληλοι εκεί δεν είχαν καταλάβει ότι εγώ είχα ραντεβού με τον κ. Γενικό Γραμματεία και νόμισαν ότι ήρθα να ζητήσω απλώς την βοήθεια του. Ήμουν σε μια ολόκληρη αίθουσα και ήταν αρκετοί υπάλληλοι εκεί. Σε λίγο χρονικό διάστημα έμαθαν όλοι τους από που είμαι. Ενθουσιασμένοι και αυτοί, έπαιρναν δεξιά αριστερά τηλέφωνα για να μάθουν πώς θα μπορούσα να ταχτοποιηθώ. Δεκάδες τηλέφωνα έπαιρναν για να μάθουν την διαδικασία. Διότι ήμουν Τούρκος πολίτης και είχα έρθει με διαβατήριο. Ούτε άσυλο μπορούσα να ζητήσω, ούτε κανένας νόμος υπήρξε, συγκεκριμένα για Τούρκους υπηκόους. Επί δύο ώρες περίπου προσπαθούσανε να βρούνε μία λύση για να με βοηθήσουν. Τελικά ο Γενικός ήλθε αλλά είχε ξεχάσει το ραντεβού μαζί μου. Μία στιγμή τον ρωτάνε για μένα και τότε θυμάται το ραντεβού που είχαμε. Με φέρνουν στο γραφείο του και με ρωτάει από που είμαι, κλπ. Από εκεί και ύστερα πού με έστειλε και πού πήγα δεν θυμάμαι, αλλά στο τέλος κατάφερα να πάρω άδεια παραμονής για ένα εξάμηνο που μου την έδωσαν για ανθρωπιστικούς λόγους , χάρη στην βοήθεια αυτών των δύο ανθρώπων, του κυρίου Κϊαχόπουλου και του κυρίου Φίλη.
Γνωρίζω αρκετό κόσμο
Σε μερικούς μήνες, βρέθηκα και γνωρίστηκα με αρκετούς συμπατριώτες μου εδώ στην Ελλάδα. Γνώρισα διάφορους πρόεδρους συλλόγων, γραφειοκράτες, διπλωμάτες, κλπ. Όλοι τους ήταν ενθουσιασμένοι μαζί μου. Τουλάχιστον σε μένα έτσι φαινότανε. Εντωμεταξύ, εγώ είχα βρει δουλειά στην Ανάβυσσο και μετακόμισα εκεί. Όμως όλοι ήθελαν να με δούνε, ήθελαν να συμμετέχω στην εκδήλωση, στην βραδιά, στα γλέντια τους. Και εγώ το ήθελα. Γνώριζα περισσότερο κόσμο, μάθαινα κάτι παραπάνω από την ιστορία. Ο καθένας μου εξηγούσε όσο ήξερε και εγώ πεινούσα για να μάθω. Άρχισα συχνά, να πηγαινοέρχομαι στην Αθήνα. Έπαιρνα το λεωφορείο από την Ανάβυσσο και επειδή οι εκδηλώσεις και οι βραδιές τελείωναν συνήθως αργά, εγώ γύριζα πίσω, πληρώντας ταξί. Όλοι «Βαχίτ, οπωσδήποτε θα έρθεις, σε περιμένουμε» μου λέγανε. Κανείς όμως δεν με ρώταγε με τι μέσον θα γίνει αυτό. Πολλές φορές, μετά τις εκδηλώσεις, με έπαιρναν μαζί τους και πηγαίναμε για φαγητό. Περνούσαν οι ώρες και ο γυρισμός μού στοίχιζε διπλάσια, συν το αυριανό μεροκάματο.
Παίρνω την οικογένεια μου στην Ελλάδα
Το 1990, φέρνω στην Ελλάδα την γυναίκα και το κοριτσάκι μου που ήταν μόλις δυόμισι χρονών. Αρχίζουμε πλέον οικογενειακά να ζούμε στην Ελλάδα. Για την δεύτερη Άδεια Παραμονής, πάλι έτρεξα και πάλι παρακάλεσα. Τότε καθόμασταν στην Καλλιθέα. Είχα αναλάβει ως εργολάβος μια οικοδομή του κύριου Μελέτη Σιδηρόπουλου. Ακόμη και με την γυναίκα του που γνώριζε καλά τον κύριο Καρατζαφέρη (Σήμερα πρόεδρος ΛΑΟΣ) που τότε ήταν δημοσιογράφος και είχε γραφείο στην Καλλιθέα πήγαμε. Παρόλο που η κυρία Ελένη που πήγαμε μαζί, του μίλησε για μένα (πώς είμαι πόντιος από τον σημερινό Πόντο, κλπ), ούτε σημασία μου έδωσε ούτε με καλωσόρισε. Τελικά έτρεξα από δω έτρεξα από ‘κι και βρήκα κάποια άτομα (ξέχασα ακριβός ποιοι) με κλείνουν ραντεβού με τον τότε υπουργό Εξωτερικών, τον κύριο Σαμαρά. Βρέθηκα μαζί του και ήταν κοντά μας και ο κύριος Λυκίδης. Ο κ. Λυκίδης δεν ξέρω τι ιδιότητα είχε εκεί στο υπουργείο αλλά, του είπε ο υπουργός: «ταχτοποιήστε το πρόβλημα του παιδιού ώστε να μην έχει ποτέ πρόβλημα». «τελειώσαμε με τα προβλήματα της Άδειας Παραμονής για πάντα» είπα από μέσα μου. Βγαίνουμε λοιπόν από το γραφείο του υπουργού και πάμε στο γραφείο του Λυκίδη. Μου λέει ο Λυκίδης, με ένα σκληρό ύφος: «κοιτά, ξέχνα αυτά που είπε ο υπουργός, ένα εξάμηνο θα πάρεις και ύστερα βλέπουμε». Λες κι λεφτά θα πλήρωνε από την τσέπη του.
Τελευταία φορά επισκέπτομαι το χωριό μου
Ύστερα από την συνάντηση μου με τον υπουργό εξωτερικών, με την εξάμηνη Άδεια Παραμονής που κατάφερα να πάρω, πήγα για πρώτη φορά από τότε που είχα έρθει, για να επισκεφτώ την πατρίδα μου. Ήταν ενδέκατος μήνας του 1991. Έμεινα εκεί ένα μήνα περίπου. Όταν πήγα στο χωριό, όλοι οι άνθρωποι με ρωτούσαν διάφορα για την Ελλάδα και την ιστορία μας. Είχαν μεγάλη περιέργεια να μάθουν και αυτοί μερικά που δεν ήξεραν από πρώτο χέρι. Ατελείωτες ερωτήσεις μου κάνανε. Εγώ δεν είχα μάθει και δεν ήξερα τόσα πράγματα ώστε να απαντήσω σε κάθε ερώτηση που μου κάνανε. Όμως προσπαθούσα να τους πω αυτά που συνάντησα στην Ελλάδα και τους εξηγούσα την φιλοξενία και τον ενθουσιασμό απέναντι μας. Πολλοί με ζήλευαν. Πολλοί ήθελαν να έρθουν στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και με παρακαλούσανε να κάνω κάτι ώστε να πάρουν και αυτοί βίζα.
Γυρίζω πίσω στην Ελλάδα
Ύστερα από ενός μηνός επίσκεψη μου στο χωριό που γεννήθηκα, γυρίζω ξανά στην Ελλάδα. Το 1992, με τις γνωριμίες που είχε ο κύριος Βλάσης Αγτζίδης, με τον οποίον γνωριζόμασταν καλά από το σύλλογο «Αργώ» που εδρεύει στην Καλλιθέα, καταφέρνουμε και ξεκινάμε μαζί μια εκπομπή στην ΕΡΤ ΕΡΑ-5 στα Ποντιακά που την άκουε όλος ο Απόδημος Ελληνισμός. Η εκπομπή αυτή γινόταν κάθε Κυριακή για 15 λεπτά και στα βραχέα κύματα. Έτσι ξεκίνησα να δουλεύω με σύμβαση πλέον, με έναν κρατικό ραδιοσταθμό. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Γνωριζόμουν άνετα με κάθε έναν που συναντούσα, αφού είχα την δύναμη πλέον ενός δημοσιογράφου. Παρ’ όλες τις δυσκολίες που συναντούσα με την γραφειοκρατία, όλα φαινόντουσαν κάπως καλά. Εγώ συνέχιζα κανονικά το πήγαινε-έλα στους συλλόγους, στις εκδηλώσεις, στις γιορτές, στα πανηγύρια, στις βραδιές, στα γλέντια, κλπ. Σύντομα κατάφερα να πάρω εδώ τα αδέρφια μου και μερικούς άλλους. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Άρχισαν τα πράγματα να ζορίζουν. Παρόλο που είχα πρόσβαση παντού, αποτέλεσμα δεν έβγαινε εύκολα, όσον αφορά τις Άδειες Παραμονής. Εκτός αυτού, άρχισαν να κόβονται και οι βίζες προς τους δικούς μας.
Μία μέρα παίρνω τηλέφωνο σε έναν γνωστό μου και του ζητάω βοήθεια, ώστε να πάρει βίζα η νύφη μου για την Ελλάδα. Μου λέει τώρα θα στείλω φαξ στο Ελληνικό Προξενείο της Πόλης και από αύριο ας πάει να πάρει την βίζα της η γυναίκα. Ενημερώνω την νύφη μου και αυτή, σηκώνεται από την Τραπεζούντα και πάει στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να πάρει την βίζα της και να έρθει στην Ελλάδα. Τελικά επί έξι μήνες μας κορόιδευαν. Επί έξι μήνες με τυράννησαν. Η νύφη μου στην πόλη ταλαιπωρήθηκε άσχημα. Από το Υπουργείο Εξωτερικών μου δίνανε τον αριθμό πρωτοκόλλου του φαξ του αιτήματος και εγώ έπαιρνα τηλέφωνο στο προξενείο και τους το έδινα. «Δεν μας ήρθε τίποτα με αυτόν τον αριθμό» μου λέγανε. Τελικά ποίος έλεγε ψέματα ακόμη μου είναι άγνωστο. Η ο γνωστός από το υπουργείο, ή αυτοί από το προξενείο. Τσατίζομαι και μία μέρα παίρνω τηλέφωνο στο προξενείο και τους τα μετράω άσχημα.
Εκείνες τις μέρες γινόταν το Ποντιακό Πανηγύρι που πραγματοποιείται κάθε χρόνο. Πάω στο πανηγύρι και εκεί βρίσκω έναν γνωστό μου, τον κ. Σάββα Καλεντερίδη, τον όποιον είχα γνωρίσει πριν μερικούς μήνες, όταν δούλευα σε μία οικοδομή στην Καλλιθέα. Με ρώτησε τι κάνω, πως πάω, κλπ. δεν τού έδωσα και πολύ σημασία. Διότι είχα κουραστεί πλέον από τις επαφές και από τις ατελείωτες και πολλές φορές ασήμαντες ερωτήσεις του κόσμου. «Αυτοί που γνωρίζω φτάνουν» έλεγα. Μόλις παρατήρησε την απροθυμία μου να τού μιλήσω, με ρώτησε: «τι έχεις και φαίνεσαι στενοχωρημένος;». Του λέω: «το και τό με την νύφη μου». Μου λέει «έχω έναν γνωστό στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης, θα τον πάρω τηλέφωνο και θα ταχτοποιηθεί το πρόβλημα σου. Πες την νύφη σου να πάει στη Σμύρνη». Χαμογελώντας, τον κοίταξα περίεργα. «εγώ που έχω τόσους γνωστούς στην γραφειοκρατία και δεν το κατάφερα, εσύ θα το καταφέρεις» έλεγα από μέσα μου. «άσε φιλέ, έχω κουραστεί και η νύφη μου ταλαιπωρήθηκε πολύ» του είπα. Μόλις κατάλαβε ότι δεν τον εμπιστεύτηκα, «κάτσε να πάρω ένα τηλέφωνο και να σου πω για σίγουρα» μου είπε και απομακρύνθηκε λίγο από κοντά μου. Ήθελε να μου κάνει να πιστέψω ότι πράγματι πήρε τηλέφωνο και ότι δέχτηκε ο φίλος του να δώσει βίζα, ώστε να πω την νύφη μου να πάει στη Σμύρνη.
Ο Σάββας Καλεντερίδης, όταν τον γνώρισα, μου είχε πει ότι δουλεύει σε κάποια εταιρία στην Ελβετία. Γι’ αυτό και εγώ δεν έδινα σημασία σε αυτά που έλεγε.
Σε λίγα λεπτά ξανά έρχεται κοντά μου ο κ. Καλεντερίδης και μου λέει: « πήρα τηλέφωνο και μίλησα με αυτόν τον φίλο μου και δέχτηκε να δώσει βίζα την νύφη σου, παρ’ την αμέσως τηλέφωνο και πες την αύριο να πάει στη Σμύρνη». Παρόλο που είχα ακόμη αμφιβολίες για το αν θα πάρει βίζα η νύφη μου ή όχι, ντροπαλά ντροπαλά παίρνω την νύφη μου τηλέφωνο και της λέω να πάει για τελευταία φορά στη Σμύρνη. Τελικά παίρνει βίζα η νύφη μου και έρχεται και αυτή εδώ στην Ελλάδα.
Είχα δημιουργήσει σχεδόν μία «Ατομική Αυτοκρατορία»
Σε τρία με τέσσερα χρόνια, μαζί με τα γυναικόπαιδα, είχαμε φτάσει στα 40 άτομα περίπου, που ήμασταν Ελληνόφωνοι από τον Πόντο. Ήθελα να έρθουν και άλλοι ώστε να δημιουργήσουμε μια μικρή κοινότητα, η οποία θα αποτελούσε μια γέφυρα μεταξύ των εδώ Ποντίων και των δικών μας ανθρώπων στον Πόντο. Όμως τα πράγματα όσο περνούσαν η ημέρες, δυσκόλευαν. Εκεί πού παλαιά έτρεχα να πάρω Άδεια Παραμονής για μένα και την οικογένεια μου, τώρα έπρεπε να τρέχω για πολλά άτομα. Αφού άρχισαν και τα παιδιά να πηγαίνουν σχολείο εδώ και χρειαζόντουσαν χαρτιά. Γι’ αυτό και έπρεπε να τρέχω περισσότερο για να κάνω δημόσιες σχέσεις. Και ποιους δεν γνώρισα σε λίγα χρονιά; Προέδρους συλλόγων, γραφειοκράτες, βουλευτές (κανένα από πόντιο!), υπουργούς, κλπ. τελικά στην εποχή του ΠΑΣΟΚ που ήταν υπουργός Δημόσιας Τάξης ο κύριος Στέλιος Παπαθεμελής, κατάφερα να πάρω δύο φορές Άδεια Παραμονής, σχεδόν για όλους. Όμως όχι για πάντα, όλες οι άδειες ήταν εξάμηνες και πάλι για ανθρωπιστικούς λόγους. Πάντως, στην εποχή του κύριου Παπαθεμελή, αισθανόμουν άρχοντας. Μαζί με τις άλλες γνωριμίες που είχα και ειδικά στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, είχα δημιουργήσει σχεδόν μία «Ατομική Αυτοκρατορία».
Ξεκίνησα να αγωνίζομαι για τον πολιτισμό μου
Μέσα στα πρώτα δυο χρόνια που βρισκόμουν εδώ στην Ελλάδα, κατάφερα να μάθω αρκετά γύρω από τα ποντιακά ζητήματα και ξεκίνησα να ασχολούμαι κι εγώ. Ο μοναδικός μου σκοπός ήταν να μπορέσω να κάνω κάτι για να σωθεί η μητρική μου γλώσσα. Να κάνω κάτι για μία γλώσσα που κάθε μέρα που περνάει, αυτή πεθαίνει. Κάθε κάτοχος αυτής της γλώσσας που ξεψυχάει, παίρνει μαζί του πανάρχαιες λέξεις, τοπωνύμια, ονόματα δέντρων, φυτών, χόρτων, βοτάνων και έτσι αυτά, εξαφανίζονται από το λεξιλόγιο του πλανήτη. Γι’ αυτό ήθελα πολύ να ενημερώσω τους δικούς μας στον Πόντο. Πριν απ’ αυτό όμως, έπρεπε να ξεκινήσω από την Ελλάδα. Διότι πολλοί από τους πόντιους εδώ στην Ελλάδα δεν ήξεραν για μας. Στης εκδηλώσεις, μάς παρουσίαζαν οι φίλοι μας ως εξισλαμισμένους και κάποιοι λέγανε στο κοινό, ότι είμαστε κρυπτοχρηστιανοί. Δεν μπορούσαν ανοικτά να πούνε τον κόσμο ότι είμαστε απλά Μουσουλμάνοι. Έτσι ξεκινάω να γράφω. Το πρώτο μου άρθρο ήταν στα Ελληνικά. Παρουσιάστηκε στην Ελευθεροτυπία και αυτό πάλι με τις γνωριμίες του κύριου Αγτζίδη. Στη ζωή μου ποτέ πουθενά δεν είχα γράψει τίποτα μέχρι τότε. Ακόμη το δεύτερο και το τρίτο μου άρθρο, τα έγραψα στα Ελληνικά.
συνεχίζεται
«Οι Μουσουλμάνοι Έλληνες του Πόντου» του Vahit Tursun. Σήμερα Σάββατο 16 Μαΐου, στο ένθετο του ΈΘΝΟΣ...