Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

Η ζωή μου στήν Ελλάδα (4) τού VAHIT TURSUN

Σε ατύχημα που είχε, μένει ανάπηρος ο αδελφός μου
Μία μέρα, πηγαίνοντας στη δουλειά ο αδελφός μου με το αυτοκίνητό του, παθαίνει ένα τροχαίο ατύχημα. Τον πάνε στο νοσοκομείο της Βούλας. Εκεί οι ιατροί τον είδαν και αποφάσισαν να τον εγχειρίσουν το βράδυ, διότι όπως είπαν, δεν υπήρχαν τα απαραίτητα υλικά, κλπ. Με παίρνουν τηλέφωνο και με ειδοποιούν για το συμβάν. Πετάγομαι και εγώ στο νοσοκομείο και βλέπω τον αδελφό μου να είναι ξαπλωμένος σε ένα καρότσι από αυτά που κουβαλάνε τους άρρωστους. Ρωτάω δεξιά αριστερά τι έχει ο αδελφός μου και γιατί περιμένει επάνω στο καρότσι χωρίς να κινείται. Μου εξήγησαν κάτι αλλά δεν είχα καταλάβει και καλά. Άλλωστε δεν ήξερα και καλά από ιατρικούς όρους. Αισθάνθηκα ότι οι ιατροί δεν του έδωσαν σημασία όσο έπρεπε και γι’ αυτό τον άφησαν πάνω στο καρότσι. Εκείνη τη στιγμή σκέφθηκα ποίον γνωρίζω ως ιατρό, για να ζητήσω βοήθεια. Μήπως και ενδιαφερθεί κανείς γιά τον αδελφό μου, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες επεμβάσεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Παρόλο που γνώριζα δύο τρεις ιατρούς, εκείνη τη στιγμή κανείς δεν ήρθε στο μυαλό μου. Αναγκάστηκα να πάρω τηλέφωνο τον κύριο Σάββα Καλεντερίδη, από τον οποίον και ζήτησα βοήθεια. Του είπα «Σάββα, το πρωί ο αδελφός μου πηγαίνοντας στη δουλειά, έπαθε ένα τροχαίο ατύχημα και είναι πολύ σοβαρή η κατάσταση του. Βρίσκεται εδώ στο νοσοκομείο της Βούλας. Σε παρακαλώ, αν έχεις κάποιον γνωστό γιατρό, ρώτησέ τον αν έχει κάποιον γνωστό εδώ στην Βούλα. Διότι ο αδελφός μου περιμένει εδώ και κανένας δεν ασχολείται μαζί του». «Kλείσε και θα σε πάρω αργότερα για να σου πω» μου είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Ύστερα θυμήθηκα κάποιους ιατρούς αλλά, αφού έβαλα τον κ. Καλεντερίδη, σκέφθηκα πως δεν πρέπει να κάνω άνω κάτω όλο τον κόσμο. Μία ώρα... δύο ώρες... τρεις... ο κ. Καλεντερίδης δεν πήρε. «Κάτσε να τον πάρω εγώ» είπα από μέσα μου. Τον παίρνω, κλειστό το τηλέφωνο. Ξανά και ξανά δοκίμασα για να τον βρω. Μάταιες οι προσπάθειες μου. Πήρα και κάποιους άλλους ιατρούς που θυμήθηκα. Ούτε εκείνους πέτυχα. Απελπισμένος περίμενα το βράδυ. Ο γιατρός που τον είχε δει το πρωί, μας κάλεσε στο γραφείο του. Μας είπε: «Αυτή η εγχείριση είναι πολύ δύσκολη και ο αδελφός σας μπορεί να μείνει ανάπηρος. Η κατάσταση του είναι πολύ βαριά και εμείς θα κάνουμε μία προσπάθεια. Έχει χτυπηθεί στον αυχένα πολύ άσχημα». Πέσαμε από τα σύννεφα αλλά δεν περνούσε και από τα χέρια μας κάτι. Τον αφήσαμε στα χέρια του ιατρού που τον ανάλαβε. Επί ώρες ασχολήθηκαν με την εγχείριση του. Τον έφεραν πάνω σε κάποιο δωμάτιο αλλά δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε χέρια, ούτε πόδια. Δεν αισθανόταν τίποτα. Ο γιατρός μας είπε: «Ακόμη είναι νωρίς και θα δούμε τα αποτελέσματα μετά από μέρες». Την ίδια βραδιά, ξαναπροσπάθησα να έρθω σε επαφή με τον κ. Καλεντερίδη αλλά ο άνθρωπος είχε εξαφανιστεί. Μία στιγμή σκέφθηκα: «Αυτός που δεν είναι κοντά μου σε μία τέτοια δύσκολή στιγμή, ας χάνεται για πάντα από τη ζωή μου» και έσβησα το τηλέφωνο του από τον κατάλογο μου. Από την άλλη, είχα την περιέργεια και έλεγα από μέσα μου: «Για να δούμε τι θα μου πει όταν θα με πάρει». Έξι χρόνια περίμενα για να μου πει κάτι. Είχε εξαφανιστεί από τη ζωή μου εντελώς. Ο αδελφός μου, όπως μας είχε πει ο γιατρός, έμεινε παράλυτος. Έπαθε τετραπληγία. Μετά από δεκαπέντε χρόνια ζωή στην Ελλάδα, μονό πέντε με δέκα Πόντιοι με πήραν και μου είπαν περαστικά. Πέντε με έξι ήρθαν μέχρι το νοσοκομείο και μας επισκέφτηκαν. Μερικούς από αυτούς που θυμάμαι: ήταν ο κ. Στολτίδης Θεόδωρος, ο κ. Αμανατίδης Χρόνης, ο ιατρός κ. Νικολαίδης (ξέχασα το μικρό του) και μερικοί άλλοι που δεν θυμάμαι τώρα.

Βοήθησαν τον αδελφό μου στο χρέος που είχε στην εφορία
Αφού ο αδελφός μου έμεινε παράλυτος, είχε κάποια μικρά χρέη στην εφορία από την εργολαβία που είχε σαν επάγγελμα. Αυτά τα είχαμε ξεχάσει με τις στεναχώριες που είχαμε και με τον καιρό αυξήθηκαν και έφτασαν περίπου στις δέκα χιλιάδες Ευρώ. Ο αδελφός μου ανέφερε αυτό το πρόβλημα σε κάποιους φίλους του από την Κοζάνη και ένας από αυτούς, ο κ. Δημήτρης Σαπανίδης, τον βοήθησε, μαζεύοντας σχεδόν όλο το ποσόν που χρεωστούσε. Αυτός και κάποιος φίλος του, τρις τέσσερις φορές ήρθαν από την Κοζάνη και τον επισκέφτηκαν στην Νέα Μάκρη που έμενε (με τον αδελφό μου υπάρχουν και άλλες λεπτομέρειες τις οποίες θα αναφέρω όταν γράψω όλη μου την ιστορία αναλυτικά και σε βιβλίο).
Πάντως, επί μήνες, αρκετά υποφέραμε ψυχολογικά και κοντά μας υπήρξαν ελάχιστοι άνθρωποι. Μερικοί από τους πόντιους φίλους (;) μας, παρόλο που ερχόντουσαν στην Νέα Μάκρη, δεν εμφανιζόντουσαν στο σπίτι μου. Ένας από αυτούς ήταν και ο κ. Μιχάλης Χαραλαμπίδης, τον οποίον γνώριζα από παλαιά. Το σπίτι μου το ήξερε πάρα πολύ καλά, διότι τον είχα φιλοξενήσει δύο με τρεις φορές. Περνούσε δίπλα από την πόρτα μου για να επισκεφτεί μία γειτόνισσα μου και μάθαινα τον ερχομό του από αυτήν. Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης που τόσα χρόνια κάναμε μαζί εκπομπή, ούτε αυτός πέρασε. Αλώστε, μετά από αυτό το γεγονός, έδωσα τέλος στην εκπομπή που κάναμε. Ο κ. Γιώργος Ανδρεάδης και κ. Κώστας Φωτιάδης, παρόλο που βρέθηκαν στα .... (αυτό το κομμάτι θα το αναφέρω στο βιβλίο μου), δεν ήρθαν ποτέ για να επισκεφτούν τον αδελφό μου. Αυτό που κάνανε, θα το έχω πόνο μέσα μου μέχρι να πεθάνω. Όμως εδώ, αισθάνομαι χρέος να σημειώσω και τις όποιες βοήθειες μου παρείχανε αυτοί οι άνθρωποι. Πρώτον ο κ. Κώστας Φωτιάδης μου χάρισε πριν από το γεγονός, το Αρχείον Πόντου και τα δικά του βιβλία που έγραψε για την γενοκτονία. Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης με βοήθησε στην πρώτη άδεια παραμονής μου, που νόμιζα ότι την είχε κανονίσει ο κ. Δημήτρης Φίλης. Με βοήθησε να παρουσιαστούν κάποια άρθρα μου στις εφημερίδες και κατάφερε να πάρει την εκπομπή και να τήν κάνουμε μαζί.
Στην μητέρα μου δεν έδωσαν άδεια παραμονής, ούτε για ανθρωπιστικούς λόγους.
Αφού έπαθε αυτό το κακό που ανέφερα παραπάνω, έπρεπε κάποιος να τον προσέχει κάθε λεπτό και κάθε ώρα. Γι’ αυτό λοιπόν αναγκαστήκαμε να φέρουμε την μητέρα μου από τον Πόντο εδώ στην Ελλάδα. Χωρίς να θέλει να μείνει μακριά από τις φίλες και τις γειτόνισσες της, ήρθε εδώ, διότι το παιδί της, η ψυχή της, ήταν σε τέτοια κατάσταση που μόνο αυτή μπορούσε να τον φροντίζει. Έπρεπε να τον ταΐζει, έπρεπε να τον λούζει, έπρεπε να τον φέρνει στην τουαλέτα και να τον καθαρίζει. Έπρεπε να εξυπηρετεί όλες του τις στοιχειώδεις ανάγκες .
Αφού ήρθε λοιπόν η μητέρα μου, έπρεπε να ζήσει εδώ νόμιμα με Άδεια Παραμονής. Γι’ αυτό πήγαμε στο Υπουργείο Εσωτερικών (εποχή Νέας Δημοκρατίας) και ζητήσαμε γι’ αυτήν Άδεια Παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, κουβαλώντας μαζί μας όλα τα αποδεικτικά χαρτιά που είχε ο αδελφός μου για την κατάσταση του. Ούτε αίτηση μας αφήσανε να κάνουμε. Τελικά αναγκαστήκαμε να της αγοράσουμε οικοδομικά ένσημα από κάποιους εργοδότες και την εμφανίσαμε σαν εργάτη. Έτσι με αυτόν τον τρόπο, καταφέραμε να πάρουμε Άδεια Παραμονής για δύο χρόνια.

Κλείνομαι στον κόσμο μου
Κάποια χρόνια, εδώ στην Νέα Μάκρη και γενικά σε όλη την Αττική, γινότανε το ανθρωποκυνηγητό με τους αλλοδαπούς. Κάθε μέρα η αστυνομία αλλοδαπούς κυνηγούσε στους δρόμους, μπροστά στους φούρνους, στα σουπερμάρκετ, κλπ.
με έπαιρναν τηλέφωνο οι δικοί μας που είχαν Άδεια Παραμονής και μου λέγανε: «Βαχίτ, μη βγαίνεις έξω, στους δρόμους γίνεται χαμός με την Αστυνομία». Εγώ ο καημένος, ούτε γιά δουλειά μπορούσα να βγω. Αυτό κράτησε δύο χρόνια περίπου.
Από τη μία η κατάσταση του αδελφού μου, από την άλλη η δική μου κατάσταση, οι οικονομικές δυσκολίες, η κατάσταση του πατέρα μου ο οποίος έμενε στο χωριό και σε ένα σπίτι μοναχός, η δύσκολη ζωή που περνούσε η μητέρα μου, η στάση των Ποντίων και γενικά της Ελλάδας απέναντι μας, με έσπρωξαν κάπως στην κατάθλιψη. Πλέον δεν ήθελα να δω κανέναν. Εγώ που δεν χωρούσα πουθενά, δεν ήθελα να βγω από το μικρό μου δωματιάκι που όλο κ’ όλο είναι οκτώ με δέκα τετραγωνικά.
Μέσα σε αυτό το δωμάτιο αφοσιώθηκα στον αγώνα μου και ξέχασα ότι ζω στην Ελλάδα. Ζούσα απ’ όσες δουλειές μου βρίσκανε τα αδέλφια μου και απ’ όσες μου ερχόντουσαν από γνωριμίες. Μόνος μου δεν έβγαινα να πάω να κυνηγήσω δουλείες, να μοιράσω κάρτες, να δώσω προσφορές. Τίποτα.... Λες κι περίμενα να πεθάνω.
Ήμουν ένας άνθρωπος που τόσα χρόνια αγωνιζόμουν για την μητρική μου γλώσσα, για μια γλώσσα που πάει να πεθάνει και ούτε για ανθρωπιστικούς λόγους δεν με υποστήριζε κανείς. Διάβαζα κάτι οργανισμούς για τις γλώσσες, διάβαζα παγκόσμιες προσπάθειες για ζώα που πάνε να εξαφανιστούν, διάβαζα διάφορα και εμένα δεν με έβλεπε ούτε ο Θεός, ούτε ο Αλλάχ, ούτε ο Δίας.
Κανείς...
Πόσες φορές έκλαψα για τη γλώσσα μου δεν θυμάμαι. Μόνος μου, ψιθυρίζοντας στα κρυφά, σαν να μιλούσα με την ίδια μου την τη γλώσσα, έλεγα: «μα εσύ, που επί χιλιάδες χρόνια έδειξες τον δρόμο σε εκατομμύρια ανθρώπους, τι τους έκανες και σε αφήσανε τόσο μόνη;».
Ζούσα σε μία χώρα που λέγεται Ελλάδα και υποτίθεται ότι υποστηρίζει ότι έχει σχέση με τον Ελληνισμό, ζούσα μέσα σε κάποιους ανθρώπους που λένε ότι είναι Πόντοι και εγώ που έπρεπε τουλάχιστον να είχα μία ψυχολογική υποστήριξη, είχα τους υπάλληλους του τμήματος αλλοδαπών, που με την συμπεριφορά τους έδειχναν πώς μας βλέπανε σαν τα ζώα. Κάθε φορά που πήγαινα για να εξυπηρετηθώ, περιμένοντας επί ώρες την ουρά των αλλοδαπών, υπέφερα μέσα μου. Πολλές φορές παρατούσα τι σειρά μου και γύριζα πίσω αηδιάζοντας και από τον εαυτό μου. Είχα την Αστυνομία που έπαιζα κρυφτό.

Το μόνο που με κρατούσε στη ζωή, ήταν ο αγώνας για τη γλώσσα μου
Παρ όλα τα παραπάνω προβλήματα, εγώ συνέχιζα τον αγώνα μου μέσω του διαδικτύου. Βρισκόμουν μέσα σε έναν δυνατό και αθόρυβο πόλεμο, ο οποίος είχε δυο αντιπάλους. Στη μία βρισκόταν σχεδόν όλη η Τουρκιά και στην άλλη βρισκόμουν εγώ. Το πολεμικό μου υλικό ήταν το μυαλό μου, η γνώση μου, τα δάκτυλα μου, το πληκτρολόγιο μου, ο υπολογιστής μου. Ενώ οι άλλοι από απέναντι είχαν τα ίδια με μένα, συν την λασπολογία, συν τον εκβιασμό, συν την απειλή, συν την οικονομική άνεση, συν τον χρόνο, συν τον αριθμό.
Μπόρεσα να αντισταθώ, διότι πίστευα στην δύναμη της αλήθειας, στην δύναμη της γνώσης και της ελευθερίας. Βέβαια για την γνώση έπρεπε να διαβάσω. Έτσι λοιπόν αισθάνθηκα και την ανάγκη να γνωριστώ με βιβλία, με βιβλιοθήκη που για έναν οικοδόμο, για έναν παράνομο σε μία χώρα, για έναν πρόσφυγα, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο. Είχα κάμποσα βιβλία από παλαιά αλλά δεν μου φτάνανε. Άρχισα να κουβαλώ στο σπίτι βιβλία. Πολλές φορές και κρυφά από τη γυναικά μου την οποία στέρησα από πολλά.. Διότι δεν ήθελα να ακούσω τα παράπονα της. Οι γνωστοί και οι γύρω μας ζούσαν σε καλά σπίτια, έκτιζαν δικές τους βίλλες, οδηγούσαν μοντέρνα αυτοκίνητα, ενώ εμείς ζούσαμε σε μιζέρια, σε φτώχια. Την λυπόμουν αρκετά και σκεφτόμουν ότι η κακή της μοίρα, την έφερε κοντά σε μένα που βγήκα άχρηστος και ανίκανος για τα όνειρα της. Και τα παιδιά μου λυπήθηκα αρκετές φορές. Η ζωή πλέον δεν μου έδινε χαρά αλλά, κρατιόμουν επειδή ήθελα να αγωνιστώ ακόμη για τη γλώσσα μου.

Τα αποτελέσματα του αγώνα
Το βιβλίο του Ομέρ Ασάν, η ιστοσελίδα που είχα εγώ στο διαδίκτυο, οι συζήτησης και οι αλληλογραφία που γινόταν μέσω του διαδικτύου, έφτασαν να δημιουργήσουν ένα ερωτηματικό στα μυαλά των ανθρώπων που μιλούσαν ποντιακά στον Πόντο. Δηλαδή καταφέραμε να δημιουργήσουμε μία συγκρατημένη και κρυφή αφύπνιση ενός λαού, ο οποίος ήταν στο παρά πέντε πριν πεθαίνει πολιτισμικά. Τουλάχιστον εμποδίσαμε να περάσει τόσο εύκολα η Τουρκική προπαγάνδα.
Σε όλο αυτό το διάστημα, δημοσιεύτηκαν δικά μου άρθρα και ρεπορτάζ που έκανα, σε διάφορες εφημερίδες και σε διάφορα περιοδικά όπως «Καθημερινή», «Ελευθεροτυπία», «Έθνος», «Prestime», «Εύξεινος πόντος», «Ποντος», «Άρδην», «Ελλοπία», κτλπ. Δημοσιεύτηκαν και σε ελληνικές ιστοσελίδες όπως το «www.hri.org» το οποίο είναι η μεγαλύτερη ιστοσελίδα του ελληνισμού της Αμερικής, στο «www.apodimos.com» και σε πολλά άλλα. Επίσης σχολιάστηκα αρκετά από την συγγραφέα κυρία Βούλα Δαμιανάκου στο βιβλίο της «Οδοιπορώ στην πατρίδα» που εκδόθηκε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο Επικαιρότητα και στο ίδιο βιβλίο δημοσιεύτηκε ένα ποίημα μου στα ποντιακά. Αναφέρθηκε το όνομα μου γύρω από τα ποντιακά ζητήματα και στα ευχαριστήρια των βιβλίων όπως «Ποντιακός Ελληνισμός» του Βλάση Αγτζίδη και σε άλλα που δεν θυμάμαι.
Παρουσιάστηκαν ρεπορτάζ μου και στις τηλεοράσεις όπως Alter tv, Alpha tv, Mega tv. Τελευταία, ένα άρθρο μου δημοσιεύτηκε στην Αγγλική έκδοση της Καθημερινής στο EKATHIMERINI με τίτλο «A Pontic village slowly dies».
Στην Τουρκία αναφέρθηκε το όνομα μου στα ευχαριστήρια του βιβλίου «Pontos Kültürü» του Ömer Asan, στην Μαύρο-θαλασσίτικη εγκυκλοπαίδεια «Karadeniz ansiklopedisi» του Özhan Öztürk, για την οποία ετυμολόγησα διακόσες πενήντα περίπου Ποντιακές λέξεις και έδωσα εργασίες γύρω από την φυτολογία. Επίσης αναφέρθηκε το όνομα μου στα ευχαριστήρια του βιβλίου «Trabzon yer adları» του İlyas Karagöz που εκδόθηκε στην Τουρκία και στο οποίο είχα ετυμολογικές αναλύσεις.
Δημοσιεύτηκε ένα άρθρο μου 11 σελίδων και ένα ποίημα μου στα ποντιακά, στο βιβλίο «Temel Kimdir», που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Heyamola yayınları» στην Πόλη. Δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς δικά μου άρθρα γύρω από την πραγματική μας ταυτότητα, τον πολιτισμό και την γλώσσα μας που χάνεται, στην μεγαλύτερη κέντρο-αριστερή Τουρκική εφημερίδα «Radikal», με τίτλους: «Πεθαίνουν τα Ρωμαίικα της Ανατολής», «Ποιος είναι ο Τεμέλ», «Γιαγιά χωρίς όνομα» που το έγραψα για την πόντια γιαγιά που συνάντησα στην Τουρκία, «Ο κόστος το να μιλάς Ρωμαϊκά». Δημοσιεύτηκαν δικά μου ρεπορτάζ σε μερικές τοπικές Μαυροθαλασσίτικες εφημερίδες και σε πολλές ιστοσελίδες που δεν θυμάμαι πια.
Επίσης αναφέρθηκε το όνομα μου με αρνητικό τρόπο στην τηλεόραση ATV και σε διάφορες εφημερίδες και ιστοσελίδες των γκρίζων λύκων. Δέχτηκα απειλές αρκετές φορές από τους γκρίζους λύκους. Επίσης κατά καιρούς κατηγορήθηκα από διάφορους εθνικιστές σε τοπικές εφημερίδες της Τραπεζούντας και γενικά της Μαύρης Θάλασσας.
Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια: