Πέμπτη, 01 Απριλίου 2010
Του Βλαση Αγτζιδη *
Μια απρόσμενη είδηση από τη Στοκχόλμη ήλθε να προκαλέσει αμηχανία στα κρατικά ΜΜΕ και στους επίσημους διαμορφωτές της κοινής γνώμης πριν από λίγες μέρες. Με πρωτοβουλία της σουηδικής Αριστεράς –σοσιαλδημοκράτες και οικολόγοι– το σουηδικό Κοινοβούλιο αναγνώρισε στις 11 Μαρτίου τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, μαζί μ’ αυτές των Αρμενίων και των Ασσυροχαλδαίων, προκαλώντας έντονη δυσαρέσκεια στην Τουρκία, δημιουργώντας ρήγμα στις καλές έως εκείνη τη στιγμή σουηδο-τουρκικές σχέσεις.
Για αρκετή ώρα μετά τη γνωστοποίηση της αναγνώρισης, τα ελληνικά κρατικά Μέσα θα αναφέρονται μόνο στην αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων και θα αποκρύπτουν το γεγονός της αναγνώρισης και της γενοκτονίας των Ποντίων. Με μια πρώτη ανάγνωση, το γεγονός αυτό μπορεί να ερμηνευτεί ως μια άρνηση της ελλαδικής κοινωνίας και της κυβέρνησής της να αποδεχτεί ένα πολιτικό γεγονός, απόρροια μιας δυσάρεστης ιστορικής κληρονομιάς, που επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τις βεβαρημένες ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ομως, αυτή η διαπίστωση προκύπτει μόνο από την πρώτη επιφανειακή ανάγνωση. Γιατί, μόλις αναλύσεις καλύτερα τη νεοελληνική ιδεολογική συγκρότηση, θα σου αποκαλυφθεί μια κυρίαρχη ιδεολογική κατασκευή, που αμφισβητεί τις γενοκτονίες των χριστιανικών κοινοτήτων από τους Τούρκους εθνικιστές κατά την εποχή της διάλυσης της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η αντιπροσφυγική κληρονομιά της ελληνικής πολιτικής ζωής από το 1922 δεν εξαλείφθηκε, όπως νομίζουν πολλοί ρομαντικοί. Απλώς μεταλλάχθηκε και πήρε άλλες μορφές εξίσου επώδυνες. Μπορεί να έχει ξεχαστεί ότι ένα μεγάλο μέρος της ελλαδικής πολιτικής ηγεσίας εκφραζόταν κατά το Μεσοπόλεμο με την απαίτηση του φιλομοναρχικού εκδότη του «Πρωινού Τύπου» Νίκου Κρανιωτάκη το 1933, να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι «καθαρόαιμοι Ελληνες».
Μπορεί σήμερα η αντιπάθεια προς τους πρόσφυγες να μην εκφράζεται όπως συνέβη το 1935 με την πυρπόληση του προσφυγικού οικισμού στο Βόλο από τις παρακρατικές συμμορίες, όταν, όπως γράφει ο Σπύρος Λιναρδάτος: «Αντιβενιζελικοί μπράβοι βάζουν φωτιά στα προσφυγικά παραπήγματα και γίνεται στάχτη μαζί με την περιουσία των προσφύγων κι ένας νεαρός πρόσφυγας που δεν πρόλαβε να φύγει…».
Σήμερα το αντιπροσφυγικό συναίσθημα εκφράζεται με άλλο τρόπο. Με την υποτίμηση και περιφρόνηση της απόπειρας των προσφυγικών οργανώσεων να ενσωματώσουν στο εθνικό ιστορικό αφήγημα και τη δική τους ιδιαίτερη εμπειρία. Η βιαιότητα της απόρριψης των προσφυγικών απόψεων ανέδειξε τη διαιώνιση της αντίθεσης των «αυτοχθόνων» με τους «πρόσφυγες» και την ανθεκτικότητα των ερμηνειών που διαμορφώθηκαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τόσο από τους φορείς του κράτους όσο και της Αριστεράς. Η τάση αυτή θα είναι ιδιαιτέρως έντονη στο χώρο της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Ζητήματα όπως η πολιτική του τουρκικού εθνικισμού στην Ανατολή και οι γενοκτονίες των χριστιανικών λαών, καθώς και οι σταλινικές διώξεις, που έγιναν λίγο αργότερα στη Σοβιετική Ενωση, δεν θα απασχολήσουν ούτε κατ’ ελάχιστον τους κυρίαρχους ελλαδικούς ιστοριογραφικούς προσανατολισμούς.
Εξαιρετικά διατύπωσε αυτή τη σχέση η Χρ. Κουλούρη, με αφορμή την εμφάνιση ενός Δεξιού αναθεωρητισμού που αποσκοπούσε στην αποκατάσταση των υπαιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής με την αναψηλάφηση της Δίκης των Εξ: «…ξαναφέρνει στο προσκήνιο τη σύγκρουση Ελλαδιτών και προσφύγων, μια σύγκρουση που έχει καθορίσει την προσφυγική μνήμη, καθώς και το αίσθημα αποκλεισμού της προσφυγικής μνήμης από την επίσημη ιστορία».
Η αναγνώριση του γεγονότος ότι διεπράχθη γενοκτονία κατά των ελληνικών πληθυσμών στην Ανατολή από τον καθ’ ύλην αρμόδιο διεθνή ακαδημαϊκό οργανισμό, τον International Association of Genocide Scho-lars – IAGS, ή η παραδοχή του ιστορικού αυτού γεγονότος από σημαντικούς Τούρκους ιστορικούς, ελάχιστα άλλαξε τα παραδοσιακά αρνητικά στερεότυπα της ιστοριογραφίας μας.
Με τον ίδιο τρόπο θα παραγνωριστούν υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα, όπως αυτό της προσφυγιάς κατά τη δεκαετία του ’90 των δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων από την πρώην Σοβιετική Ενωση.
Προσφύγων, υποκείμενων στις πρόνοιες της Συνθήκης της Λωζάννης, αλλά περιφρονημένων και αγνοημένων τόσο από το κράτος, όσο και από τις ποικίλες «αντιρατσιστικές» οργανώσεις, αλλά και από την Αριστερά, η οποία μετέτρεψε σε ιδεολογικό δόγμα την κυνική εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης της περιόδου 1919-1922 και ελάχιστα ξεπέρασε τις φιλοσταλινικές της καθηλώσεις.
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι ιστορικός.
www.kathimerini.gr
2 σχόλια:
Άσχετο με το πόστ, αλλά επιτακτικό λόγω ημερών: Καλή Ανάσταση!
Ευχαριστώ. Αληθὠς Ανέστη!
Δημοσίευση σχολίου